Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Η τραγωδία στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής. Στις 5 Ιανουαρίου 1944 το Τάγμα Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ θρήνησε 30 παλικάρια, διμοιρίας του 1ου λόχου, που έπεσαν σε ενέδρα των Γερμανών, μέσα στο χιόνι.

 Στις 5 Ιανουαρίου 1944, στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής, το Τάγμα Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ θρήνησε 30 παλικάρια, διμοιρίας του 1ου λόχου, που έπεσαν σε ενέδρα των Γερμανών, μέσα στο χιόνι. Ο Νικηφόρος, που επέστρεφε από άλλη αποστολή, περιγράφει τις στιγμές που πληροφορείται το τραγικό ανέκκλητο γεγονός.












φωτογραφίες:
Ο  Παναγιώτης Τζιβάρας, ο Καλλίας (ανθ/γός Χαράλαμπος Μώκος) και ο Δήμος (Γιάννης Μαλούκος), αρχηγείο του 1ου Λόχου του Τάγματος Παρνασσίδας. Σκοτώθηκαν και οι τρεις, με άλλους 27 συναγωνιστές τους, στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής (5-1-1944).
5 Ιανουαρίου 1944 – Η τραγωδία στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής
Τότε ακούμε απ’ τα βράχια απέναντι μια κραυγή άγρια:
― Αααλτ!
Το περιμέναμε κι ωστόσο λαχταρήσαμε. Αμέσως όμως νοιώσαμε χαρούμενοι. Σταθήκαμε στον τόπο. Τότε ξαναφώναξε η φωνή.
― Ποιοι είστε;
― Εσύ ποιος είσαι; – φώναξα κι αντηχούσε η βαθειά ρεματιά.
― Ν’ απαντάς σ’ ό,τι σε ρωτάνε! – με κατσάδιασε η φωνή.
«Μπράβο λεβεντιά!» είπα μέσα μου χαρούμενος και του αποκρίθηκα:
― Εν τάξει! Εν τάξει! Ρώτα μας!
― Ποιοι είσαστε!
― Αντάρτες!
― Προχώρα στο παρασύνθημα!
― Δεν ξέρουμε παρασύνθημα, συναγωνιστή! – του είπα. ― Λείπουμε μέρες.
― Τίνος τμήματος είσαστε;
― Του 5ου Ανεξάρτητου!
― Πες μου το αρχηγείο του τάγματος!
Του το είπα και τον ρωτάω:
― Εσύ του Κρόνου είσαι;
Δεν απάντησε αμέσως.
― Σα να τον καταφέραμε – είπα στους διπλανούς μου.
― Να προχωρήσει μόνο ένας σας – φώναξε ο σκοπός – με τα χέρια απάνω και να χτυπάει και παλαμάκια!
― Το σουγιά με τη λουρίδα ψωνίσαμε με τούτον – γελάσαμε και φώναξα: ― Ρε συναγωνιστή! Θα μας βάλεις τώρα στα καλά καθούμενα να σηκώσουμε και τα χέρια ψηλά;
― Αυτό που σας λέω! – αγρίεψε ωραία πάλι ο σκοπός.
Προχώρησα χτυπώντας παλαμάκια. Πέρασα τη χαλασμένη γέφυρα και ζυγώνοντας του είπα:
― Τίνος λόχου είσαι, συναγωνιστή; Του Πετράν;
― Όχι – μου αποκρίθηκε φιλικά. ― Εσύ είσαι, καπετάνιε;
Στεκόταν από πάνω απ’ το δρόμο.
― Ποιος καπετάνιος; – τον ρώτησα. Και είπε το όνομά μου.
― Ναι – του αποκρίθηκα.
Κατέβηκε στο δρόμο.
― Από πού έρχεστε; – με ρώτησε. Η φωνή του ήταν περίεργη, μαλακή, εγκάρδια, σα να με συμπονούσε για κάτι, δεν έβαλα όμως κακό στο νου μου.
― Ξεθεωθήκαμε – του είπα. ― Κύτταξε, θα έρχονται συνέχεια κάμποση ώρα δικοί μας, άλλως τε θα φέξει και θα τους βλέπεις.
― Εν τάξει – αποκρίθηκε. Και με ρώτησε κάτι σαν τέτοιο – αν έχουμε δηλαδή τίποτα νεώτερο, αλλά με σημασία, νομίζοντας, ότι ξέρω κι εγώ. Τότε αλαφιάστηκα.
― Τι συμβαίνει – τον ρώτησα. ― Έγινε τίποτα;
― Δεν ξέρεις; – τινάχτηκε έκπληκτος.
― Όχι! – του είπα –τι να ξέρω;
Και τότε μου λέει αυτός:
― Ο Καλλίας! Σκοτώθηκε!
Και πάγωσα.
― Σκοτώθηκε ο Καλλίας; Με τα σωστά σου το λες;
― Ναι, καπετάνιε... Πάει ο Καλλίας...
Χτυπιόταν να σπάσει η καρδιά μου. Μούρθε να καθήσω κάτω.
― Ε, μωρέ Χαράλαμπε!... – σηκώθηκε μέσα μου ένας θρήνος. Και με κυρίεψε μια μανιασμένη λύσσα για όλους τους φασισμούς, για τις σφαίρες τους τις φαρμακερές, τη σκληρή την αδικία, να μπορούν οι βρωμεροί φονηάδες να σκοτώνουν τέτοια παλληκάρια, τέτοιους ζηλεμένους αητούς. Ήθελα να καθήσω και να κλάψω πολύ...
― Ο Καλλίας σκοτωμένος!... Τινάχτηκα μια στιγμή. Αδύνατο να το πιστέψω. Μου φαινόταν μου παίζουν ένα πικρό παιγνίδι. Κατόπιν ότι είναι ένα άνοστο αστείο, ότι θάταν τόσο εύκολο να ξαναπρολάβεις τα δευτερόλεπτα που κύλησαν και να δώσεις στα γεγονότα άλλη τροπή, να διορθώσεις το ανεπανόρθωτο.
Φτάνανε από κοντά κι άλλοι. Μένανε κόκκαλο κι αυτοί: «τι λες, μωρέ! Πάει ο Καλλίας; Πότε; Πού;».
Ο συναγωνιστής δεν ήξερε πιο πολλές λεπτομέρειες. Μόνο ότι σκοτώθηκε στην Κουκουβίστα.
― Είναι σίγουρο, ρε συναγωνιστή! – ρωτούσανε πολλοί σαν να τάβαζαν με το σκοπό.
Αλλοίμονο, σίγουρο ήταν!
......
Εκείνη τη στιγμή ανέβαινε ένας άλλος αραχωβίτης.
― Καπετάνιε! – λέει έκπληκτος μόλις με είδε – εδώ είσαι;
― Εδώ είναι το τηλέφωνο; – τον ρώτησα κι ανεβαίναμε.
― Σε σένα λέει απαγορεύεται; – έλεγε αυτός και μιλούσε σα νάπρεπε να μου φέρνεται πολύ προσεχτικά και συμπονετικά.
Ο άλλος μπερδεύτηκε λίγο. Μπήκαμε στο δωμάτιο που ήταν το τηλέφωνο. Ε, μια ζεστή-ζεστή, λαχταριστή φωτιά που έκαιγε, ένας εύθυμος λαμπρός. Ήσαν άλλοι δυο-τρεις εκεί μέσα και πετάχτηκαν ορθοί, αμήχανοι, ευλαβικοί.
― Γεια σας, συναγωνιστές.
― Γεια σου, καπετάνιε! – αποκρίθηκαν πρόθυμοι-πρόθυμοι.
― Είναι βέβαιο, σκοτώθηκε; – είπα.
Τους είδα ξαφνιάστηκαν.
― Ποιος ο Καλλίας; – είπαν. ― Σκοτώθηκε κι ο Δήμος!
Μα τι είχαν πάθει αυτοί οι άνθρωποι; Έμεινα ξερός και τους κύτταζα. Μούρθε ένας κόμπος στο λαιμό. Κάποιος έπαιζε άσχημα μαζί μου και τον μισούσα...
......
Στους Δελφούς, κόσμος κι αυτού στον κεντρικό δρόμο. Έτρεξαν γύρω μας μόλις μας είδαν. Άλλοι γύριζαν απ’ τα πεζοδρόμια, έπαυαν παντού οι συζητήσεις. Ήρθε δίπλα μου ένας χωριανός μου, έμενε στους Δελφούς αφ’ ότου κάηκε το χωριό μας.
― Γαμώ την πίστη του! – είπε. Κι ο καϋμένος ο Παναγιώτης.
Τινάχτηκα πάλι – αυτό ήταν απίστευτο!
― Ποιος Παναγιώτης! – έκαμα.
― Ο Τζιβάρας! – παραξενεύτηκε ο χωριανός μου.
Πετάχτηκαν σύξυλοι και οι δυο σύντροφοί μου, ο Βλάχος κι ο Καναβίδης.
― Πάει κι ο Τζιβάρας! – κάμαμε όλοι μ’ ένα στόμα.
Γέμισαν τα μάτια του χωριανού μας δάκρυα.
― Προχώρα! Προχώρα! – είπαμε στο σωφέρ και φεύγαμε. Ο κόσμος δυο σειρές από δω κι από κει σιωπηλός. Τρεις άνθρωποι μέσα στο αυτοκίνητο, είχαμε χάσει το λογικό μας.
― Πως, μωρέ! ― Πώς σκοτώθηκαν κι οι τρεις;
Ο σωφέρ έλεγε για κάποια ενέδρα.
― Και διάλεξαν το αρχηγείο του λόχου, μωρέ οι φαρμακωμένες... (Δεν ξέραμε ολόκληρη την αλήθεια ακόμα).
Ο Καναβίδης δε μπορούσε να ξεχάσει το παράξενο φέρσιμο του Τζιβάρα στου Ζήση το Χάνι.
― Βρε συ! Βρε συ! – έκανε μονολογώντας – σα να τόξερε! ― Βρε τον Παναγιώτη!
Μπαίνοντας στο χωριό ταράχτηκα, ότι θακούγαμε και κάτι άλλο ακόμα αυτού, τέτοιο κακό πούχαμε πάθει. Ευτυχώς όχι. Μόνο έτρεξε κι εδώ και μας περιτριγύρισε βουβός ο κόσμος και προχωρήσαμε.
Στην Άμφισσα, κρύα κι έρημη η πόλη. Μόλις κατεβαίναμε απ’ το αυτοκίνητο στην απάνω πλατεία, να μπροστά μας, στην αποθήκη της επιμελητείας ο Διαμαντής. Χάρηκα που τον έβλεπα γερόν, ήταν μια εγγύηση πάντα η παρουσία του. Αντικρυστήκαμε, κυτταζόμασταν ίσια στα μάτια, εγώ διατηρώντας μια απεγνωσμένη ελπίδα, ότι ίσως δε θάταν όλα σωστά τα μισητά νέα. Σφίξαμε τα χέρια αμίλητοι.
― Πάνε κι οι τρεις; – τον ρώτησα αχνά.
Άστραψε το πράο μάτι του.
― Ποιοι τρεις! – μου λέει. ― Έχουμε τριάντα νεκρούς και δυο αγνοούμενους.
― ...Τριάντα νεκρούς!... Τριάντα!...
Αρχίσαμε να κλαίμε κι οι δυο και δαγκωνόμασταν να κρατηθούμε. Γύρω μας οι αντάρτες έκλαιγαν, δαγκώνονταν κι αυτοί, χλωμοί, εξαϋλωμένοι. Μας πήραν είδηση κι απ’ τα καφενεία γύρω στην πλατεία κι έβγαιναν ο κόσμος ακίνητοι στα πεζοδρόμια, έγινε ένα στεφάνι ανθρώπινο ολόγυρα, σάμπως ένα αόρατο κι αθόρυβο χέρι να διαρρύθμιζε αβρά το σκηνικό του σπαραγμού που ταίριαζε στην ώρα.
Μπήκαμε στην επιμελητεία, εκμηδενισμένοι κι εμείς οι τρεις, που πρωτομαθαίναμε τώρα τα νέα κι όλοι οι άλλοι. Καθήσαμε πρόχειρα κάπου, όπου βρέθηκε. Μύριζε τσουβαλίλα και λάδι κι εληές, σπαραγμός και οι μυρουδιές αυτές, σαν ορφανεμένη πλέον φροντίδα – δεν τους χρειάζονταν πια ούτε τα φτωχά μας τσουβάλια , ούτε οι εληές μας, ούτε το λάδι μας, τίποτα δε χρειαζόταν πλέον στα τριάντα παλληκάρια μας.
Από την ανοιχτή πόρτα, φτάνανε κι έμπαιναν χλωμοί κι άλλοι συναγωνιστές, αντάρτες και ντόπιοι. Γινόμασταν μια σιωπηλή σύναξη στο μισοσκόταδο, κατάμαυρος κι όξω ο ουρανός.
― ...Στην Αγία Τριάδα – άκουγα που έλεγε κάποιος – η φωνή του σαν από άλλον κόσμο... Εκεί που είναι το εικονισματάκι... λίγα μέτρα πριν, στη μικρή λάκκα... Εκεί-εκεί... Ήσαν κρυμμένοι με άσπρες κουκούλες... Άφησαν τους ανιχνευτές και πέρασαν... μόλις μπήκε στον κλοιό η πρώτη διμοιρία τη θέρισαν... Μόνο ο Γκούρας, η Γιωργία κι ο Τρικούπης γλύτωσαν...
― Κι ο Παπάς, σοβαρά τραυματίας (Κώστας Μπάκας) – είπε άλλος.
― Σ’ ένα λεπτό, στρώμα, όλα τα παιδιά...
― Και ποιοι σκοτώθηκαν; – ρώτησα.
Άρχισαν ανάκατα να λένε ονόματα όλοι... Έβγαλε ο Διαμαντής ένα χαρτί, έπαψαν όλοι κι άρχισε ο Διαμαντής αργά να διαβάζει.

1) Μώκος Χαράλαμπος (Καλλίας) – υπολοχαγός διοικητής του λόχου – από το Μαυρολιθάρι.
2) Μαλούκος Γιάννης (Δήμος) – πολιτικός καθοδηγητής του λόχου – από το Γαρδίκι Ομιλαίων.
3) Τζιβάρας Παναγιώτης – καπετάνιος του λόχου – από την Σουβάλα.
4) Κόλλιας Νικόλαος – υπεύθυνος του ΕΑΜ Καλοσκοπής – από την Καλοσκοπή.
5) Ζούγρος Παναγ. – υπεύθυνος εφ. ΕΛΑΣ Καλοσκοπής – από την Καλοσκοπή.
6) Κατρανίδης Βασίλης – διμοιρίτης – από την Αθήνα.
7) Μητράνης Ροβέρτος (Ιπποκράτης) – γιατρός του λόχου (ισραηλίτης) – από τις Σέρρες.
8) Αναστασόπουλος Κώστας – από το Κλήμα Δωρίδος.
9) Τσάμης Χρήστος – από το Κλήμα Δωρίδος.
10) Παπαγεωργίου Ηλίας – από την Ιτέα.
11) Μιχαλόπουλος Μιχ. (Καλλίμαχος) – από την Κέρκυρα.
12) Ζυμαγκόρης Αλεξέι – από την Σοβ. Ένωση.
13) Βυθούλκας Ντάνος – από την Αθήνα.
14) Μιχαήλοβιτς Ιβάν – από την Σοβ. Ένωση.
15) Παπαδόπουλος Νίκος – από το Αγρίνι.
16) Κατσίκας Παναγ. – από το Άνω Παλαιοξάρι.
17) Γιαγκής Χαράλαμπος – από τα Πέντε Όρια.
18) Παπαστάμος Ηλίας (Μπουκουβάλας) – από το Γαρδίκι Ομιλαίων.
19) Καραμουσαντάς Κίμων (Κακαλίδης) – από τη Λειβαδιά.
20) Τσαμούρης Βαγγέλης – από την Εύβοια.
21) Καρβούνης Γιάννης (Διστομίτης) – από το Δίστομο.
22) Νησιώτης Μιχάλης – από την Αθήνα.
23) Σταματόπουλος Δημήτριος – από την Αθήνα.
24) Οικονομάκος Αλέκος – από το Γύθειο.
25) Βενιαμίν (Ισραηλίτης).
26) Δαυίδ (Ισραηλίτης).
27) Κάβουρας Αναστάσιος – από την Άμφισσα.
28) Κατσαντώνης Σπύρος – από την Κόνιτσα.
29) Μαστακάκης Δημ. – από την Καβάλα.
30) Σταυρόπουλος Θανάσης – από το Παύλο Βοιωτίας.
31) Κασούτας – Παιδάκος – από τη Σεγδίτσα.
( Όλη η Ελλάδα στο προσκλητήριο!).

― Οι δυο τελευταίοι, είχαν σκοτωθεί μια μέρα πριν, είναι του Λοκρού – είπε κάποιος.
Ακούγαμε αχνά αυτόν τον ατέλειωτο κατάλογο... Κλαίγαμε συγκρατημένα... Ύστερα αρχίσαμε να ρωτάμε τόνα και τ’ άλλο, λεπτομέρειες... Νοιώθαμε όλοι την ανάγκη να βρει ο ένας κουράγιο στον άλλον, δύναμη στον κοινό πόνο.

― Καλά πώς έγινε; Δεν ξέρανε ότι ήσαν γερμανοί εκεί; – αρνιόμουν να πιστέψω ακόμα το κακό που μας βρήκε.
― Οι γερμανοί είχαν συμπτυχθεί απ’ το περασμένο βράδυ, εκκενώσανε την Κουκουβίστα και φύγανε. Καμμιά εξηνταριά τους όμως λοξοδρόμησαν νυχτώνοντας κι έπιασαν την Αγία Τριάδα. Είχαν και Έλληνες μαζί τους... Κι ο λόχος βιαζόταν. Κάπως έπεσε μια διάδοση ότι εσείς (η διμοιρία πούχαμε πάει στο Δαδί) είχατε έρθει στα χέρια με τους γερμανούς πάνω απ’ τα Καστέλλια και κινδυνεύατε. Κατέβαιναν λοιπόν τρέχοντας να προφτάσουν να σας βοηθήσουν...
― Έφταιξε – είπε άλλος – που το χιόνι δεν άφησε να ξέρουν καθαρά τις κινήσεις των γερμανών. Όλοι νόμιζαν, ότι οι γερμανοί έφυγαν τελείως. Μπροστά στις Βρίζες βρήκαν και τον Κόλλια και το Ζούγρο (υπεύθυνοι της Κουκουβίστας) μπήκαν χαρούμενοι κι αυτοί στη φάλαγγα και πάνε.
Θυμήθηκα τις μέρες που έμενα στο σπίτι του Κόλλια, το περασμένο καλοκαίρι στην Κουκουβίστα. Ήταν εύθυμος, ζωντανός τύπος. Γύριζε απ’ τις δουλειές του, τα παράταγε να ξεφορτώσουν και να περιποιηθούν τα ζώα του οι άλλοι στο σπίτι, η γυναίκα του, τα παιδιά του, κι αυτός έτρεχε σβέλτος να δει τις δουλειές της οργάνωσης που τον περίμεναν. Το Ζούγρο δεν τον θυμόμουν καλά, είχα μόνο μια εντύπωση απ’ τον αγωνιστή αυτόν, ότι ήταν ένας λιγόλογος, θετικός άνθρωπος, αθόρυβος κι αποτελεσματικός.
― Καλά – ρώτησα ύστερα από ώρα – δεν πρόσεχαν τον τόπο, δεν μπορεί να μην είχαν αλωνίσει οι γερμανοί το χιόνι πριν πιάσουν θέσεις.
― Το είχαν αλωνίσει, αλλά έρριξε καινούριο τη νύχτα και τα σκέπασε όλα το αντίχριστο... Άσ’ τα! Ήρθαν όλα για να χαθούν τα παιδιά...
― Οι αγνοούμενοι;
― Ο Όλυμπος (Καλλιμάνης, απ’ τη Σουβάλα) και ο... (δεν τον θυμάμαι τον άλλον) – ήρθε μια πληροφορία, ότι τους είχαν μαζί τους στη Λαμία. Α, βγήκαν (οι γερμανοί) με μεγάφωνα στη Λαμία, γύριζαν στους δρόμους, και θριαμβολογούσαν, ότι τους αποδεκάτισαν τους αντάρτες και σκοτώθηκαν και οι αρχιεγκληματίες Καλλίας και Δήμος.
Έγινε σιωπή. Σκεφτόμουν με μίσος αυτό το αυτοκίνητο, που γύριζε θριαμβολογώντας, και τους δυο αγνοούμενους, πώς θα αισθάνονταν αιχμάλωτοι, τι τύχη τους περίμενε.
Είχε γεμίσει σιγά-σιγά η αποθήκη αντάρτες. Μπαίναν και στέκαν αμίλητοι. Μόλις αχνά ξεχώριζες τα πρόσωπά τους γιατί όσο πήγαινε και σκοτείνιαζε ο καιρός ας ήταν μεσημέρι ακόμα.
Ήταν αχώνευτο τέτοιο κακό.
― Καμμιά! Καμμιά βοήθεια από πουθενά δε στάθηκε δυνατό να τους δώσουν; Οι άλλες διμοιρίες τι έκαναν; – ρωτούσα σα να έμενε μια απεγνωσμένη ελπίδα να τους γλυτώσουμε με μια τελευταία προσπάθεια.
― Ου, ώσπου να συνέλθει ο υπόλοιπος λόχος και να αναπτυχθεί, το κακό είχε γίνει. Πέρασαν ύστερα στην αντεπίθεση, αλλά τι το θες... Έφτασαν από πίσω κι ο Λοκρός κι ο Καραλίβανος, όλα όμως είχαν τελειώσει.
Έγινε σιωπή. Μείναμε αμίλητοι. Τι άλλο να λέγαμε;
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε απόξω απότομος θόρυβος, κόσμος που έτρεχε μουγγά, ένα πνιχτό λαχτάρισμα. Τσιτωθήκαμε έκπληκτοι κι εμείς. Ορμάει τότε κάποιος στην πόρτα:
― Ο λόχος! Έρχεται ο λόχος! – μπήγει μια τρεμισμένη φωνή, σα ραγισμένη.
Τιναχτήκαμε όλοι ορθοί κι ορμούσαμε έξω. Κόσμος έτρεχε βουβός από παντού. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Περάσαμε πέρα απ’ την πλατεία. Νάτοι ξάφνου, φάνηκαν! Έρχονταν συνταγμένοι κατά τριάδες (από το δρόμο του Λιδωρικιού), φάνηκαν ανάμεσα στα ωχρά σπίτια, λίγο έκπληκτοι, χλωμές και τραβηγμένες οι φυσιογνωμίες τους, τεντωμένοι όμως σεμνά και το μάτι τους να λάμπει σκληρό, σα να σήκωναν να κρατάνε ψηλά τους συντρόφους τους. Ο κόσμος έτρεχε από παντού, απ’ όλα τα παραδρόμια. Δεν άκουγες φωνές. Μόνο ένα ποδοβολητό, ένα πνιχτό λαχάνιασμα. Μόλις βλέπανε το τμήμα στέκαν απότομα, αναμέραγαν με σεβασμό!
Ακούμε μια γυναίκα, ένα λυγμό, κι είπε:
―Αχ, λεβέντες μου! λεβέντες μου!
Τότε αποπειράθηκε ένας άλλος:
― Ζήτω!... ζήτω!
Έσπασε όμως η φωνή του κι αυτουνού. Και το πλήθος πλέον δε βάσταγε άλλο. Κλαίγοντας έβγαζαν τα καπέλλα τους οι άντρες. Οι γυναίκες φίμωναν σπασμωδικά τα στόματά τους, κατάχλωμες. Αλαφιάστηκε ο δεκατισμένος λόχος. Τεντώθηκαν ακόμα περισσότερο κι έφταναν. Μπροστά βάδιζαν ο Γκούρας, ο Τρικούπης και είχανε στη μέση τη Γεωργία, οι γλυτωμένοι. Πίσω τους οι δέκα-δώδεκα της διμοιρίας, όσοι είχαν περισσέψει και δεν τους πήρε μέσα ο θανατερός κλοιός. Κατόπιν ακολουθούσαν οι δυο άλλες διμοιρίες του λόχου. Σακατεμένος! Σακατεμένος ο ζηλεμένος μας λόχος! Μπροστά μας περνούσε ένα ακρωτηριασμένο κορμί χτεσινού λεβέντη.
Ο κόσμος πύκνωνε συνέχεια λαχανιασμένος. Φτάνανε καινούριοι από παντού. Βουβά όμως όλοι, βουβά κι ευλαβικά. Ακουγόταν κοφτά «κραπ-κρουπ! κραπ-κρουπ!» ο βηματισμός του λόχου στο σκληρό δρόμο. Ξαναδοκίμασαν μερικοί να φωνάξουν ζήτω, αλλά δεν είχαν φωνή. Κόντευε να σκάσει ο κόσμος. Και τότε, σήκωσε ένας τα χέρια του ψηλά κι άρχισε να χειροκροτεί, δυνατά, απεγνωσμένα. Έγινε τότε σα νάχε αρχίσει απότομα χοντρό χαλάζι πάνω στις στέγες της πόλης. Ξέσπασε και το πλήθος, άναρθρο γοερό ξέσπασμα. Οι αντάρτες, τους τίναξε ένα αλλοιώτικο ξάφνιασμα πάλι. Μια στιγμή κινδύνεψαν να τους λυγίσει η ταραχή τους, άστραψαν όμως αμέσως τα πρόσωπά τους, τινάχτηκε ο Γκούρας, τόπιασε απ’ τη μέση το ωραίο τραγούδι μας:
 «...όποιος θέλει στο πλευρό μας
να αγωνιστεί παιδιά
ας πυκνώσει το στρατό μας
με ατρόμητη καρδιά
ας πυκνώσει το στρατό μας
με ατρόμητη καρδιά!...».
Τάρπαξε μαζί του κι όλος ο λόχος, το πήρε κι ο λαός. Φτάσαμε κι εμείς, βγήκαμε μπροστά στο ένδοξο τμήμα, χειροκροτώντας κι εμείς με όλο το πλήθος, γέμισαν τα μάτια μας δάκρυα, παραμεράγαμε κατόπιν να κάμουμε τόπο για να περάσει η τιμημένη φάλαγγα. Πίσω μας, τότε, απ’ την πλατεία, ακούστηκε άλλη ραγισμένη κραυγή:
― Ψυχή βαθειάαα! Ψυχή βαθειά, λεβέντες μου! Ψηλά τα κεφάλια, ήρωες!
(Ο Παπαζήσης, ζαλισμένος απ’ την ταραχή του κι απ’ το χτύπημα που μας είχε βρει).
Στην πλατεία άλλο πλήθος, αραδιάζονταν συγκινημένοι, άρχισαν να χειροκροτούν κι αυτοί. Στη μέση στην πλατεία στάθηκε ο λόχος. Πλησιάσαμε εμείς, το αρχηγείο του τάγματος, φιλήσαμε τους τρεις πούχαν γλυτώσει, της χαμένης διμοιρίας. Κάποιος απ’ το πλήθος έσκουξε:
― Κουράγιο, παλληκάριααα!
Κι ένας άλλος κακιώθηκε αμέσως δυνατά:
― Δε χρειάζονται κουράγιο!
Ένας συναγωνιστής, της οργάνωσης, βγήκε μπροστά, χλωμός, ταραγμένος, τυλιγμένος στο παλτό του, ξεσκούφωτος και είπε λίγα λόγια. Ζήτησε απ’ όλους να γίνει ενός λεπτού σιγή. Βουβάθηκε με μιας η πόλη σα να της πήρες την ανάσα. Έμεινε ακίνητο κι αχνό όλο εκείνο το πλήθος. Έπεφταν νωθρές οι αραιές νιφάδες το χιόνι. Άρχισε τότε κάπου μια φωνή:
― Επέ-εεε-σααα-τε θύ-υυμα-αατα αδέ-εερφιααα εσείς... σε άαα-νισο μά-αααχη κι αγώωωνααα.
Ταλαντεύτηκε στην αρχή μια στιγμή, ύστερα δυνάμωσε σταθερά σ’ ολόκληρη την πλατεία... γέμισε η ψυχή μας από το πένθος μας... ήρθαν και κατέβηκαν ανάμεσά μας οι αγαπημένοι μας νεκροί, αιμόφυρτοι, φευγάτοι για πάντα.
Πήγαν κατόπιν οι άντρες στα καταλύματά τους, τους περιτριγύρισε ο κόσμος μόλις έλυσαν τους ζυγούς, τους πήραν, να τους περιποιηθούν, να τους τιμήσουν. Εμείς κρατήσαμε τους τρεις γλυτωμένους, πήγαμε και καθήσαμε, και ώρα πολλή μείναμε ν’ ακούμε το δράμα που μας είχε βρει...
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Γ΄

Δεν υπάρχουν σχόλια: