Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

ΠΕΡΙ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ & ΛΕΣΧΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ : Και η συζήτηση αναζωπυρώνεται ...

Ο Γιάννης Χαιρετάκης με τη διπλή ιδιότητα του συγγραφέα αλλά και του μέλους μιας εκ των καλυτέρων ομάδων ανάγνωσης παρεμβαίνει στο διάλογο για τη σύνδεση του Βραβείου Αναγνωστών με τις Λέσχες Ανάγνωσης.

Το ΕΚΕΒΙ αν και ήδη από πέρυσι είχε εκφράσει την ιδέα του για σύνδεση του Βραβείου Αναγνωστών με τις Λέσχες Ανάγνωσης (κατά την αναγγελία του νικητή του 2007, στην τηλεοπτική εκπομπή της Μπ. Τσουκαλά) επανήλθε στην Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης με την ίδια επιθυμία, αλλά χωρίς καμία ολοκληρωμένη πρόταση. Οι ίδιες οι λέσχες ανάγνωσης, πάλι, σίγουρα δεν είχαν φανταστεί μια τέτοια εξέλιξη, όπως συμπεραίνω από τις ερωτήσεις που διατυπώθηκαν στην Έκθεση. Αλλά δεν έχει και πολλή σημασία τελικά.

Το θέμα που συζητιέται αυτές τις μέρες και χαίρομαι για τις πρωτοβουλίες και του βιβλιοπωλείου Σύγχρονη Έκφραση (http://sigxroniekfrasi.blogspot.com/kfrasi.blogspot.com/) και άπτεται των λεσχών ανάγνωσης είναι τα βιβλία που αυτές διαβάζουν, και αν υπάρχει το κατάλληλο υπόβαθρο για την επιλογή των καλύτερων (;) βιβλίων.

Αντικειμενικά κριτήρια επιλογής ενός έργου τέχνης δεν υπάρχει. Ποιος θέτει τα κριτήρια και με ποια κριτήρια αυτός θέτει τα κριτήρια; Τα ερωτήματα είναι πολλά, γνωστά και αναπάντητα. Επομένως και η επιλογή ενός βιβλίου (ή του βιβλίου της χρονιάς) είναι εξορισμού υποκειμενική. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει στους τοπικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, στα βραβεία λογοτεχνικών περιοδικών και εν τέλει στα ίδια τα Νόμπελ. Να πούμε απλά ότι «υπάρχουν πολλά πίσω από ένα βραβείο;» Βέβαια όλοι μπορούμε να μιλάμε για την απαξίωση του τάδε ή του συνόλου των βραβείων, αλλά όλα έχουν τελικά και ένα αντίκρισμα, που ελάχιστα αδιάφορους αφήνει τους ενδιαφερόμενους. Για τον συγγραφέα είναι η αύξηση των εσόδων του, για τον εκδοτικό οίκο αρκετή διαφήμιση.

Όταν το ΜΕΛΟΜΑ, ξεκίνησε τη λέσχη του με έναν μικρό πυρήνα 8 ανθρώπων, το πρώτο κείμενο που επέλεξε ήταν η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη και όταν διευρύνθηκε το 2007 η Γυναίκα της Ζάκυθος, του Σολωμού. Από κει ταξιδέψαμε απ’ τον Τσίρκα ως τον Αλεξάνδρου κι απ’ το Φώκνερ ως τη Μόρισον. Τα ίδια τα άτομα (και όσα κουβαλούν) είναι αυτά που καθορίζουν το αναγνωστικό επίπεδο μιας λέσχης. Αν τώρα οι περισσότερες λέσχες ανάγνωσης αποτελούνται από γυναίκες και αν αυτές διαβάζουν «βιβλία κομμωτηρίου» όπως εύστοχα σχολιάζει ο κακός μαθητής (http://badpupil.blogspot.com/), ας επιλέξουν αυτά τα βιβλία για το βραβείο αναγνωστών. Άλλωστε όπως φαίνεται οι γυναίκες είναι αυτές που διαβάζουν περισσότερο (http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_21/06/2008_274731) και μου είναι παντελώς αδιάφορο αν το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ θεωρηθεί βραβείο Αναγνωστριών ή όπως αλλιώς. (με πρόλαβε πάντως πάλι η Σελλά πριν αναρτήσω το κειμενάκι μου http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_26/01/2008_256934).

Σημασία έχει, φυσικά, ότι δεν είμαστε πεπαιδευμένοι στη σωστή ανάγνωση, (ωραία το αναγνωρίζουμε, όπως και πολλά άλλα ακόμα) αλλά δεν υπάρχουν και προτάσεις για να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά. Και μήπως τελικά οι λέσχες είναι ένα «έτοιμο» ακροατήριο (;). Ο επόμενος στόχος μήπως είναι δηλαδή να εκπαιδευτούν οι λέσχες ανάγνωσης;

Ο Γιάννης Χαιρετάκης
γεννιέται το 1977 στην Αθήνα και μεγαλώνει στο Χαϊδάρι, στον κεντρικό δρόμο του με τις πολυσύχναστες καφετέριες και τις δεκάδες ιστορίες να εκτυλίσσονται κάτω απ’ το μπαλκόνι του. Σπουδάζει στα Γιάννενα αρχικά, και στο Ρέθυμνο στη συνέχεια, Ιστορία και Αρχαιολογία, ενώ περνάει κάποια χρόνια σε Τήνο, Σαλαμίνα και Χανιά για δουλειές ή άλλες υποχρεώσεις. Απ’ το 2001 εργάζεταιι ως ωρομίσθιος αρχαιολόγος κυνηγώντας συμβάσεις. Οι πειραματισμοί με τη γραφή ξεκινούν από νεαρή ηλικία, κάπου στα γυμνασιακά χρόνια, όταν σε ευχετήριες κάρτες συγγενών και φίλων γράφει ομοιοκατάληκτες στιχοπλοκές ως ευχές. Στη συνέχεια, ως φοιτητής, φλερτάρει με την ποίηση, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα ή λίγο μετά, συνάπτει σχέσεις με τον πεζό λόγο. Γράφει συστηματικά και πετάει επίσης συστηματικά αμέσως μετά τις σπουδές, την περίοδο της ηρεμίας στην Τήνο. Το 2004, μόνιμα πια στην αττική γη, μετά από ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, 8 άτομα αποφασίζουν να συνεχίσουν να συναντιόνται σε εβδομαδιαία βάση, δημιουργώντας τελικά τη λογοτεχνική ομάδα ΜΕΛΟΜΑ. Αρχίζει να δουλεύει πιο συνειδητά, γράφοντας, διαβάζοντας και κυρίως σκίζοντας.

Αυτά και για σήμερα. Ο διάλογος θα συνεχίζεται όσο εσείς θα τοποθετείστε.
Για να διαβάσετε το σύνολο των τοποθετήσεων στη θεματική ΒΡΑΒΕΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ ΚΑΙ ΛΕΣΧΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ πατήστε
ΕΔΩ.

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

Κι ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΗΣ στις γειτονιές των αγγέλων

Ετοιμαζόμαστε να αναχωρήσουμε στα τέλη του προηγούμενου μήνα για τη Διεθνή 'Εκθεση Βιβλίου στη Θεσ/νίκη, όταν μάθαμε τη θλιβερή είδηση και δεν προλάβαμε να τη καταχωρήσουμε αμέσως. Ο Άγγελος Ελεφάντης, ευρύτερα γνωστός ως ο διευθυντής και εκδότης του περιοδικού «Ο Πολίτης» από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, πέρασε στις γειτονιές των αγγέλων.
Του άρεσε του Άγγελου αυτό που γίνεται στο βιβλιοπωλείο μας.
Κι είχε έρθει ως ομιλητής αλλά το πιο τιμητικό και ως ακροατής σε εκδηλώσεις μας. Δε θα ξεχάσουμε μετά τις ομιλίες - στις καθιερωμένες επισκέψεις σε ταβερνάκια της Λιβαδειάς όπου αναλύονται όλα όσα έγιναν, και λέγονται, και κάποια που για διάφορους λόγους δεν ειπώθηκαν - τις προτάσεις που μας έκανε για κατοπινούς ομιλητές και πόσες φορές ανοιγόκλεισε το σημειωματάριό του να μας δώσει τηλέφωνα τονίζοντας να κάνουμε χρήση του ονόματός του.
Άγγελε ακόμα δεν ήρθαν όλοι αυτοί που μας πρότεινες. Θα τους φέρουμε όμως. Και θα 'σαι περισσότερο παρών από κάθε άλλη φορά ως τώρα.


Παραθέτουμε όπως καταχωρήθηκε στην ΑΥΓΗ στις 30-5-2008 τον αποχαιρετισμό στον Άγγελο από τον ιστορικό Σπύρο Ι. Ασδραχά, στενό του φίλο και πρόεδρο των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).
του Σπύρου Ι. Ασδραχά
Θα 'ρθει μια μέρα, Άγγελε, όπου νέοι άνθρωποι, εμπνευσμένοι από τη βιωτή και τον στοχασμό σου, θα μελετήσουν τη μακρά πνευματική και πολιτική σου διαδρομή, και μαζί μ' αυτή τις τύχες του τόπου που μας γέννησε, τύχες από το 1940, ως τις ώρες που τώρα ζούμε~ από το 1940, γιατί από τότε αρχίζουν οι δικές σου εμπειρίες, πριν από τη χρονολογία αυτή, γιατί οι χρονικές αναφορές του έργου σου, με πρώιμο την Επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, εκτείνονται σε ένα μακρινότερο, αλλά και ιδρυτικό πριν. Θα 'ρθει καιρός για όλα τούτα, Άγγελε, γιατί μαρτύρησες και πάλεψες για μεγάλα και σπουδαία, όπως και συ είχες πει για άλλους με ευθυκρισία και αγάπη. Τώρα είναι η στιγμή της στοχαστικής συντριβής. Όχι για δίκαιους επαίνους ούτε για βιογραφικές υπενθυμίσεις, ούτε ακόμη για δυσβάσταχτους συγκινησιακούς κραδασμούς: το έλλογο πάθος του Άγγελου Ελεφάντη μάς καλεί σε άλλο πένθος, βουβό και σώψυχο. Έτσι, δε θα πω τίποτε για την ευρύχωρη πνευματική του πρσωπικότητα, για τη δημιουργική και αποδεκτική του γραφή, για τον πολιτικό και πάντα επίκαιρο και μαχητικό πολιτικό του λόγο, για τη μαρξική του απελευθερωμένη παιδεία, για τη βαθειά ανατρεπτική του εμμονή για την υπέρβαση κάθε εθιμοφροσύνης, που, η τελευταία, μπορεί να απαλύνει τη σκληρή ζωή, υπέρβαση σύμπλεη της αυτοθυσίας, αλλά και μιας ενδόμυχης, όχι πάντα ρητής απαξίωσης~ γιατί στον Άγγελο δεν έσβηνε η μνήμη των αφορμών που τον έφεραν να συναντηθεί με πλήθος ανθρώπων με κοινές ρίζες~ δε θα πω ακόμη τίποτε για τη σοφή του κατάφαση στις χαρές της ζωής, για τη βιωματική του κατάφαση απέναντι στη φύση και στον έλλογο εξοικισμό της, χαρές και καταφάσεις που γι' αυτόν ήταν πολιτισμικές αξίες. Όλα τούτα αναδεύουν στις ψυχές μας, δεν είναι της στιγμής, η εξιστόρησή τους. Θα ήθελα, ωστόσο, να θυμίσω κάποιους από τους σταθερούς χαρακτήρες της προσωπικότητάς του. Χωρίς καμιάν υπερβολή, είναι ένας χθόνιος άνθρωπος, κι αυτό όχι μόνο γιατί η επισταμένη ανθρωπολογική και ιστορική του παιδεία τού είχαν διδάξει το πανάρχαιο δράμα, της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, αλλά γιατί μετάλλαξε τα γενέθλια βουνά του σε διαρκή συγκίνηση και συμμετοχική γνώση, που τον συνόδευαν σε όλη του ζωή, από την πατρογονική του λογγιά ώς τον Αρδηττό, για να χυθούν στη θάλασσα του Αιγαίου, που έγιναν νησιά. Μας άφησε το παραμύθι του παππού του και, μαζί του, ένα μάθημα ανθρωπογεωγραφίας και κοινωνικής ιστορίας των βουνίσιων τόπων και των ανθρώπων τους, ξανοιγμένων πια στην απωσιά του μεγάλου κόσμου: είναι οι άνθρωποι της Αντίστασης, του Εμφυλίου, του Μαρτυρίου, των οποίων φρόντισε από κοντά να διασώσει τη μνήμη, όπως οι ίδιοι την κατέγραψαν: χθόνιο πρόσωπο, συνείδηση ιστορική. Αυτή η τελευταία γίνεται πολιτική πράξη και την εδραιώνει: αν στα πολιτικά και ιστορικά του κείμενα ξεκινά από σταθερές νοητικές αρχές, από δεδομένη γενική αντίληψη του κόσμου, τη δημιουργικά μαρξική, ποτέ του δεν εικονογραφεί με τον πολιτικό και ιστορικό του λόγο, θεωρητικές προκείμενες: η ιστορική του συνείδηση γίνεται πολιτική κριτική συνείδηση που, αν συστοιχούσε με την απλοχωριά της ανανεωτικής Αριστεράς, δεν βολευόταν πάντα στις κατά καιρούς εκφάνσεις τους. Αυτή του την ένταξη στην αριστερή ευρύτητα εξέφραζε ωραία, και κάτι παραπάνω από συμβολικά η εμμονή του να πολιτεύεται στα πατρώα χώματα, τιμώντας χωρίς αντάλλαγμα τη Σπάρτη που του έλαχε και την αγωνιστική του εμμονή. Μιλούσε, επίσης, και έγραφε για τον πόλεμο, μάλιστα για τον Δεύτερο Παγκόσμιο, για να πει ότι σ' αυτόν οφείλεται η μέστωση και η κυριαρχική ανάδειξη νέων ιστορικών υποκειμένων, όπως το εξέφραζε η κομμουνιστική ιδεολογία και όπως κι αυτά την εκφράζανε. Βεβαίως, είχε προηγηθεί η ρήξη του με το σοβιετικό εξουσιαστικό σύστημα, ρήξη που δεν είναι άμοιρη μιας άλλης, εκείνης με τον παπανδρεϊκό σοσιαλισμό: όλα αυτά με πολύ πάθος, με θεμελιακές εμμονές, όχι όμως χωρίς στοχαστικές προσαρμογές. Στόχος τους, η συγκρότηση μιας νέας, αλλά έλλογης, κοινωνικής Αριστεράς με ισχυρό πολιτισμικό, δικαιικό και ηθικό βάθρο. Απομένουν πολλά να γίνουν ως προς αυτή την κατεύθυνση και η απουσία του Άγγελου Ελεφάντη δεν θα 'ναι χωρίς ιδιαίτερο βάρος. Άφησε όμως για όσους έχουν τη ζωή μπροστά τους, μια πλούσια κληρονομιά, τα βιβλία του, την αρθρογραφία του, τον κατ' εξοχήν μάρτυρα της αριστερής προβληματικής, τον Πολίτη, τα άρθρα του στην Αυγή και στην Εποχή, τις τόσες προφορικές του καταθέσεις, συντακτικά στοιχεία μιας αναμενόμενης ανασύνθεσης, στην οποία πίστεψε και στην οποία αφιέρωσε με αυταπάρνηση τη ζωή του.
Έσσεται ήμαρ, Άγγελε, για σε και τους ορίζοντές σου.
Τα βιβλία του Άγγελου Ελεφάντη
* Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στο Μεσοπόλεμο (1976)
* Ο ανεύρετος σοσιαλισμός (1982)
* Στον αστερισμό του λαϊκισμού (1991)
* Διά γυμνού οφθαλμού (1998)
* Μinima memoralia. H ιστορία του παππού μου (2001) Μας πήραν την Αθήνα… *Ξαναδιαβάζοντας μερικά σημεία της ιστορίας 1940-1950 (2002


Η συμβολή του Άγγελου Ελεφάντη στον τομέα των ιδεών, της πολιτικής και της πολιτικής σκέψης υπήρξε καίρια και εκδηλώθηκε με ποικίλους τρόπους: ως εκδότη και διευθυντή του «Πολίτη», ως βασικού αρθρογράφου της «Εποχής» και της «Αυγής», ως εμπνευστή και εμψυχωτή πολλών πρωτοβουλιών και ανθρώπων, ως ενεργού και δραστήριου αριστερού. Το συγγραφικό έργο του είναι ογκώδες, καθώς εκτός από τα άρθρα, τα δοκίμια και τις μελέτες που συνέγραψε, επιμελήθηκε, μετέφρασε και εξέδωσε πλήθος σημαντικών έργων.
Για όλους όσοι αντιλαμβάνονται την αριστερά ως αδιαπραγμάτευτη στάση ζωής, τον μαρξισμό ως διαρκής, επίπονη και κριτική διανοητική εργασία και την πολιτική ως μια σοβαρή και σύνθετη υπόθεση, ο Ελεφάντης αποτελούσε σταθερό σημείο αναφοράς και έμπνευσης. Η έμφαση στην αξία της συλλογικότητας, στην επιστημονική προσέγγιση της ιστορίας και της κοινωνίας και στην ένταξη της καθημερινής πολιτικής πρακτικής στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη του Ελεφάντη σε όλους μας.


Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ προσφέρει σε σας, απόσπασμα από ένα μοναδικό ντοκουμέντο, ( δυστυχώς με κακή ηχογράφηση ) από την τοποθέτηση που έκανε ο Άγγελος στο βιβλιοπωλείο μας στις 3-11-2002 σχετικά με την Αριστερά, την Τρομοκρατία και τα Μ.Μ.Ε.
 

Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Χρίστος Λάσκαρης, ένας ά γ ν ω σ τ ο ς ποιητής

Πέθανε την Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008 ο διακεκριμένος Πατρινός ποιητής, Χρίστος Λάσκαρης σε ηλικία 77 ετών. Γεννημένος στο Χάβαρι Ηλείας, μεγάλωσε στην Πάτρα. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης, αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δασκάλου. Ως τη συνταξιοδότησή του εργάστηκε στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων Πατρών. Παράλληλα, αφοσιώθηκε στα Γράμματα και ειδικότερα στην ποίηση. Ποιητής της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς ήταν μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων ενώ ποιήματά του περιέχονται σε πολλές ανθολογίες και πολλά έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες όπως τα Γερμανικά, τα Ισπανικά, τα Πολωνικά, τα Πορτογαλικά κ.ά.

Ορισμένα από τα βιβλία του είναι: «Απόγευμα προς βράδυ» (2007), «Δωμάτιο για έναν» (2001), «Ποιήματα» (1978), «Να εμποδίσεις τις σκιές» (1982), «Ο ευτυχισμένος καιρός επέρασε» (1979), «Να τελειώνουμε» (1986), «Σύντομο βιογραφικό» (1991), «Ποιήματα» (1995), «Τέλος προγράμματος» (1997) καθώς και η συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του το 2004.
Το 2007 του απονεμήθηκε το βραβείο Καβάφη.
Ο Χρίστος Λάσκαρης, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές, έδωσε έργο εξαιρετικό πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας, έτσι όπως ταιριάζει στους αληθινούς ποιητές.
Καλό σου ταξίδι Χρίστο και καλήν αντάμωση.
 



Χρίστος Λάσκαρης, ένας ά γ ν ω σ τ ο ς π ο ι η τ ή ς

του Γιώργου Χ. Θεοχάρη


«Φύλαξε στο κρυφό σεντούκι της ύπαρξής σου τη/ σιωπή»
Jose Ramon Ripoll: Η μοναδική ιδιοκτησία

«Όταν βρίσκω/ στη σιωπή μου ετούτη/ μια λέξη/
είναι σκαμμένη στη ζωή μου/ σαν άβυσσος»
Giuseppe Ungaretti: Αποχαιρετισμός

Η πρώτη μου επαφή με την ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη οφείλεται στην ανάγνωση της Ανθολογίας Σύγχρονης Ερωτικής Ποίησης, των εκδόσεων Καστανιώτη, την οποία επιμελήθηκαν, το 1987, οι ποιητές Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Θ. Νιάρχος, εκδότες του περιοδικού Η Λέξη.
Τα δώδεκα εκείνα, μικρής εκτάσεως, ποιήματα ερωτικού σπαραγμού και υπαρξιακής αγωνίας, ήταν αρκετά ώστε να μου συστήσουν έναν ποιητή με στέρεο λόγο. Ιδιαίτερη εντύπωση μου προξένησε τότε το ακόλουθο ποίημα:

 
Τη νύχτα όχι
δε θα μας την πάρουν,
δεν θα μας την πάρουνε,
αγαπημένη.

Με τα κορμιά τους,
όλο και πιο πολλοί
θα την υπερασπίζουν εραστές.


μέσα από τους στίχους του οποίου διαφαινόταν – λαμβανομένης υπ’ όψιν και της αμφισημίας σχετικά με τη λέξη «νύχτα» ως ενδιαίτημα των ερωτευμένων αλλά, κυρίως, ως τόπο και πεδίο προνομιακό της ποίησης- ότι ο ποιητής προσέφερε στον αναγνώστη τη δυνατότητα να νοιώσει την ποίηση σωματικά και να την υπερασπιστεί με το σώμα του, κάτι που έγινε, συν τω χρόνω, βεβαιότητα με κάθε νέο του γραπτό.

Ο Χρίστος Λάσκαρης επιλέγοντας τη μικρή φόρμα στολίζει τα ποιήματά του με λέξεις κοφτερές, με ρήματα ουσιαστικά, δίχως επίθετα πολλά και καλολογικά περιδέραια. Οι λέξεις διαλέγονται όχι για να στολίσουν το ποίημα αλλά για να το κάνουν ανθεκτικό να περπατήσει σίγουρα ο αναγνώστης πάνω του να πάει στην πέρα μεριά, να συναντήσει το γραμμένο του ή να επιχειρήσει να ξεφύγει. Λέξεις – αρμοί, λιθάρια ριζιμιά για να μπορεί κι ο ποιητής να ακουμπήσει:

Μικρές καθημερινές λέξεις.
Ο αναγνώστης δεν ξέρει
τι σταθήκατε για μένα.
Διαβάζει απλώς ένα ποίημα.

Λέξεις όπως η τελευταία πέτρα στα τοξωτά ηπειρώτικα γιοφύρια, αυτή στο κέντρο του τόξου που όταν μπει, αν έχει διαλεχτεί σωστά, στηρίζει όλο το οικοδόμημα, δίχως να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες, δίχως να είναι διακοσμητική ή διακοσμημένη αλλά μονάχα χρηστική. Και μέσα σε κάθε ποίημα να χτίζει ο ποιητής την ύπαρξή του για να στεριώνει ο λόγος του.

Απαλλαγμένα, λοιπόν, τα ποιήματα από κάθε περιττολογία, με τις απαραίτητες λέξεις μονάχα, και με το αίσθημα να προκύπτει τόσο άμεσα, ο αναγνώστης εξέρχεται μετά από κάθε ανάγνωση με την βεβαιότητα πως ό,τι διάβασε αφορούσε στη δική του πραγματικότητα.
Ο Χρίστος Λάσκαρης προσπαθεί να φθάσει από εκατό δρόμους στα όρια της σιγής –ο Καρυωτάκης αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, μία από τις σταθερές της ποιητικής του μαθητείας. Κοπιάζει, στίχο το στίχο, να χτίσει το ποίημα με το πολύτιμο του ελάχιστου, ώστε, πολλές φορές, αυτό προβάλλει λες αχειροποίητο. Ακροβατεί σε βάραθρα σιωπής κάνοντας διαρκώς ασκήσεις λεκτικής οικονομίας για να πετύχει την κυριολεξία του.
Δεν θα ήταν υπερβολικό αν λέγαμε πως τελικός του στόχος είναι να κατορθώσει ένα ποίημα χωρίς λέξεις. Να κατορθώσει ποιήματα φτιαγμένα από ύλη σιωπής, για να μνημονεύσουμε και τον Νίκο Καρούζο, στον οποίο οφείλουμε και την ακόλουθη διατύπωση:
«Η τελευταία τέλεση της γλώσσας είναι η δημιουργική σιωπή. Τελική επιδίωξη της γλώσσας είναι η τελειοποίηση της σιωπής, η αγιότητα της σιωπής, το άφατο της σιωπής, όλων των εσωτερικών ερημώσεων το ανυπολόγιστο ζήσιμο»
Η σιωπή διατρέχει όλο το έργο του Χρίστου Λάσκαρη, είτε σαν σιωπηλή πορεία προς το αναπότρεπτο, είτε σαν σιωπή του τοίχου, αντικαθρέφτισμα του μοναχικού ανθρώπου, είτε σαν των ημερών μας το ποτάμι αυτό, που σίγησε, είτε σαν δυνατότητα καταφυγής (το καταφύγιο που φθονούμε –και πάλι ο Καρυωτάκης) για να μπορ(εί) στα ποιήματά (του) να σωπαίν(ει), είτε, ακόμη, σαν απελπισμένη απαίτηση απέναντι στη φλυαρία της ίδιας της ποίησης, απέναντι στην αναποτελεσματικότητα του λόγου και της τέχνης του λόγου ν’ αφηγηθούν το σπαραγμό του πονεμένου ανθρώπου:

Να σταματήσουν
οι μπαλλάντες και τα ποιήματα,
να γίνει επιτέλους σιωπή,
όπως εκείνη
που φέρνουνε το σκοτωμένο
στο ξυλοκρέβατο
κι ακούγεται η σπαραχτική κραυγή
μέσ’ απ΄ το σπίτι.






Περιγράφει τόσο αποτελεσματικά τη μοναξιά, τη θλίψη που γεννά, τη διαβρωτική επίδραση στην ψυχή μας, τη σιωπή –μιαν άλλη τώρα σιωπή- που επιβάλλεται από την έλλειψη ενός αντάξιου συνομιλητή, από την απουσία ενός αντάξιου ζώντος που να μπορεί ν’ ακούει.
Ας δούμε δύο σπουδές πάνω σε μιαν εικόνα μοναξιάς γραμμένες με διαφορά δύο, τουλάχιστον, δεκαετιών:

Σε ξέρω καλά σιωπή του τοίχου,
σ’ έχω γνωρίσει τα κρύα απογεύματα
όταν η μέρα γύριζε
κι ο ίσκιος σου
άρχιζε να δουλεύει
μέσα στην κάμαρα και την καρδιά.
Ήθελα κάποιον κοντά μου,
κάποιον ζωντανό, που να μπορώ να μιλήσω,
καθισμένον εκεί, στο κρεβάτι μου.
Μα δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι.
Όλοι είχαν βγει
να σεργιανήσουν στη λιακάδα.


και 22 χρόνια αργότερα :

Τον τοίχο είχα απέναντι,
τον γκρίζο, γυμνό τοίχο.
Καθόμουνα και τον κοίταζα.

Σε κάποια στιγμή,
τον άκουσα να μου υπαγορεύει ένα ποίημα.

Το ποίημα μιλούσε για έναν τοίχο,
ένα, γκρίζο, γυμνό τοίχο-
και για κάποιον
που καθόταν αμίλητος και τον κοίταζε.


Έτσι, με τα χρόνια, η μοναξιά έγινε, δια της σιωπής, ποιητικός υποβολέας παράγοντας μια ποιητική ύλη η οποία δεν πνίγεται, βεβαίως, στην απογοήτευση αλλά επιμόνως, εικονοποιώντας τον πόνο, δείχνει τη ζωή και, προπαντός, μια ποίηση η οποία μας οικειώνει με τη φθορά και με το θάνατο και προσφέρεται ως αντίδοτο στην καταλυτική επίδραση του αναπότρεπτου της παρουσίας του. Γράφει ο Χρίστος Λάσκαρης «συνομιλώντας» με την Τέχνη του:


Είσαι εδώ
για να με προστατεύεις:
να εμποδίζεις τις σκιές να δράσουνε,
το θάνατο
να γίνει τρέλα.

κι ακόμη:

Μέσα μου κάτι άγνωστο
και σιωπηλό.

Όσο είναι καιρός
σε ποίημα
να το οδηγήσω.

Ν’ απομονώσω
τη σκοτεινή του δύναμη.


και τέλος, σ’ εκείνο το δηλωτικό της πεποίθησης του ποιητή για τη λειτουργία της ποίησης στη ζωή μας:

Γράφουμε ποιήματα σημαίνει
εμποδίζουμε το θάνατο,
δεν τον αφήνουμε να εκδηλωθεί.

Με λέξεις τον τυλίγουμε,
με όμορφα επίθετα.



Η ποίηση του Χρίστου Λάσκαρη μας προτείνει έναν σαφή, ευκρινή τρόπο ν α ε ί μ α σ τ ε με τα πράγματα, με τα υλικά στοιχεία της ζωής: τον έρωτα, το χρόνο, τον πόνο, το θάνατο. Μια ποίηση γεμάτη αγάπη και πένθος για την ύπαρξη.
Ο σεμνός, αξιοπρεπής, χαμηλόφωνος, ά γ ν ω σ τ ο ς –για τους πολλούς- ποιητής Χρίστος Λάσκαρης, με τα ποιήματά του περιγράφει τον πόνο του μοναχικού ανθρώπου απλά, τον αποκωδικοποιεί, τον ερμηνεύει, που θα πει: τον σμιλεύει, εξομαλύνει τις αιχμές του, τον γλυκαίνει, τον εξημερώνει, του δίνει μία ροπή προς το φως. Εξανθρωπίζει τη φρίκη της μοναξιάς, συρρικνώνει την απελπισία, περιορίζει τις διαστάσεις της, επιχειρώντας να την καταστήσει ανίσχυρη κι αυτό, εκτός των άλλων, είναι μια πράξη πολιτική. Κι όπως ο ίδιος δηλώνει:


Η ευτυχία του βρίσκεται στο γράψιμο
-καθώς φέρνει στο φως
αυτά τα ποιήματα-

και η ελευθερία του βρίσκεται στο γράψιμο,
και η αγάπη του για τον πλησίον.

Ο Χρίστος Λάσκαρης μας ζητάει το ελάχιστο που μπορούμε να του προσφέρουμε:

Αγώνα δίνω φίλε αναγνώστη,
αγώνα τρομερό.
Έρχομαι σώμα με σώμα.

Αν νικήσω
θα ωφεληθείς και συ.

Προσευχήσου λοιπόν για μένα.


Προσευχόμαστε να παραμείνει ά γ ν ω σ τ ο ς.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

ΠΕΡΙ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ & ΛΕΣΧΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ : Και η συζήτηση καλά κρατεί ...

Σήμερα τη σκυτάλη του διαλόγου παραλαμβάνει ο συγγραφέας Μάκης Καραγιάννης που κάνει κι ένα σύντομο διάλογο με το bloger Grandman.

Μάκης Καραγιάννης
συγγραφέας, συνεκδότης του περιοδικού "ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ" της Κοζάνης

Ο Μισέλ ντε Μονταίν, οι κίνδυνοι της ανάγνωσης και των βραβείων

Πιστεύω, ότι τα βραβεία είναι για να ικανοποιούν τη ματαιοδοξία του συγγραφέα. Είναι κι αυτοί άνθρωποι με σάρκα και οστά και δεν είναι αδιάβροχοι από τις ανθρώπινες αδυναμίες. Ωστόσο, η λογοτεχνία προχωρούσε πάνω απ’ όλες τις εφήμερες αξιολογήσεις.
Νομίζω ότι «οι αναγνώστες» δίνουν καθημερινά το βραβείο τους με τις εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις συγκεκριμένων ευπώλητων. Ο χρόνος βέβαια θα κάνει τη δουλειά του και θα αποδώσει δικαιοσύνη, εντάσσοντας τα σημαντικά στον λογοτεχνικό κανόνα και ρίχνοντας τα υπόλοιπα στη χωματερή της λήθης. Επειδή όμως ο χρόνος αργεί, πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στον αναγνώστη. Όχι με το ερωτευμένο βλέμμα της λατρείας και της κολακείας που του απευθύνει η αγορά, αλλά για να αναδείξουμε τον «επαρκή αναγνώστη» -«Un suffisant lecteur»- για τον οποίο μίλησε ο Μονταίν, πατέρας του δοκιμίου και φανατικός φίλος των βιβλίων.
Ο ίδιος μάλιστα, σε αντίθεση με τον σημερινό καταναλωτή βιβλίων , ο οποίος θα πρέπει να δρασκελίσει στα βιβλιοπωλεία πάνω από τις στοίβες των ευπώλητων για να φτάσει στα πίσω ράφια, όπου παραμένουν στα αζήτητα τα σημαντικά βιβλία, θα παραμένει ένα πρότυπο και θα αντιπροσωπεύει πάντα έναν άλλο τύπο αναγνώστη, του λόγιου και καλλιεργημένου ανθρώπου της Αναγέννησης, ο οποίος έχει άριστη γνώση της κλασικής γραμματείας, εκφράζει τις αμφιβολίες ή τον σκεπτικισμό του, αναζητά την αλήθεια ή την πλάνη της ζωής και της γραφής.
.
Ο Μάκης Καραγιάννης γεννήθηκε στις Γούλες Κοζάνης το 1958. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι συνεκδότης του περιοδικού "Παρέμβαση" και συμμετείχε στη διεύθυνσή του (1988-1993). Έχει δημοσιεύσει πεζογραφία, λογοτεχνική κριτική και μελέτες. Ασκεί συστηματικά κριτική βιβλίου από τις στήλες της εφημερίδας "Η Αυγή".
Τίτλοι στη βάση ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ:
· (2007)
Ο καθρέφτης και το πρίσμα , Νεφέλη
· (2001)
Η αισθητική της ιθαγένειας , Παρέμβαση, [ανθολόγηση]

Ο Κώστας Κατσουλάρης σε κριτική του μεταξύ άλλων αναφέρειστον Ελεύθερο Τύπο της 11.05.08 για το τελευταίο του βιβλίο:
«Η γλώσσα, σαφής, μετρημένη, συγκρατημένα λυρική, μαρτυρά δουλειά, γνώση και σιγουριά.
Μια ώριμη, κατασταλαγμένη δουλειά, η οποία αδικήθηκε ελαφρώς από το κάπως ψυχρό εξώφυλλο και την ασθενική, από εκδοτικής πλευράς, προώθησή του.
Το Μάκη Καραγιάννη θα τον βρείτε στο blog ΤΟΙΣ ΕΝΤΕΥΞΟΜΕΝΟΙΣ
.
Ο bloger
Grandman είπε...
Mάκη, συμφωνώ απολύτως με το σχόλιό σου. Ο ανθρωπιστής αναγνώστης, ο homo universalis, δεν έχει ανάγκη τα βραβεία. Αυτός απλώς διαβάζει.
.
Ο ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ απάντησε ...
Οι αναγνώστες αποτελούν τον καθρέφτη της κοινωνίας. Την εικόνα αυτή έρχεται να επιδεινώσει η αγορά που επιβάλλει τους δικούς της κανόνες. Μπορεί η κριτική των εφημερίδων, των περιοδικών και των μπλογκ να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση; Από τη σχετική συζήτηση στην φετινή έκθεση βιβλίου για τα λογοτεχνικά περιοδικά, τα μηνύματα είναι μάλλον απαισιόδοξα.Αυτή είναι και η δική μου αίσθηση.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

ΠΕΡΙ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ & ΛΕΣΧΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Τη δική του συνεισφορά στη συζήτηση που άνοίξαμε δίνει σήμερα ο Άρης Μαραγκόπουλος. Ο Κώστας Ακρίβος επανέρχεται με μια πρόταση που θα σκεφθούμε σοβαρά να υλοποιήσουμε και τα λίγα λόγια που μας έστειλε η ομάδα αναγνωστών ΜΕΛΟΜΑ έχουν ειδικό βάρος αφού προέρχονται από μια λέσχη αναγνωστών "ψαγμένη" που σίγουρα ξεχωρίζει.

Άρης Μαραγκόπουλος
συγγραφέας, μεταφραστής, κριτικός βιβλίου

Βραβείο αναγνωστών. Δύο θέματα σε ένα. Η ανάγνωση της λογοτεχνίας και η βράβευση κάποιου συγγραφέα.
Η ανάγνωση. Το επαναλαμβάνω με κάθε ευκαιρία: Η ανάγνωση, μια εμπειρία ζωής, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το σύγχρονο σχολείο που καθορίζει και τις λοιπές ζωτικές εμπειρίες όπως π.χ. τις συντροφικές σχέσεις: την τηλεόραση. Αυτό συμβαίνει σε όλον τον κόσμο. Όμως σε περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα, με φονταμενταλιστικό / συντηρητικό προφίλ που σταθερά ντύνεται νεοπλουτίστικα χαρακτηριστικά, η ανάγνωση στην πλειονότητά της έχει μεταμορφωθεί σε ζάπινγκ του (περιορισμένου) ελεύθερου χρόνου. (Να μην παρεξηγηθώ: όσα λέω αφορούν την ανάγνωση της λογοτεχνίας και μόνο ή, πιο σωστά, της θεωρούμενης ως λογοτεχνίας.)
Αυτού του τύπου την ανάγνωση τροφοδοτεί μια πληθωριστική παραγωγή βιβλίων που θα μπορούσαμε να τα ορίσουμε χοντρικά ως «βιβλία κομμωτηρίου». Συγγραφείς χαμηλής παιδείας απευθύνονται σε αναγνώστες χαμηλής παιδείας και απαιτήσεων με ανάλογα υποπροϊόντα που οι εκδότες (αλλά και κάποιοι δημοσιογράφοι ακόμα και κάποιοι πανεπιστημιακοί) βιάζονται να τα ονομάσουν «λογοτεχνία» – γεγονός ανεπίτρεπτο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου π.χ. (για να δώσω ένα παρεμφερές παράδειγμα από άλλον χώρο) οι διαφορές ανάμεσα στο ταμπλόιντ και την εφημερίδα είναι ευδιάκριτες και σαφείς.
Η ανάγνωση στην Ελλάδα δεν αποτελεί ζωτική εμπειρία. Γι’ αυτό και η εκπαίδευση παιδεύεται με αδιάβαστα βιβλία και συγγράματα, γι’ αυτό και η Εθνική Βιβλιοθήκη είναι ανύπαρκτη, γι’ αυτό και στην πράξη δεν υφίσταται σχολική βιβλιοθήκη, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν δανειστικές δημοτικές βιβλιοθήκες όπως σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, γι’ αυτό και τα περισσότερα ελληνικά βιβλία για παιδιά είναι παιδαγωγικά απαράδεκτα κ.λπ.
Θυμάμαι που πριν ένα δύο χρόνια επισκέφτηκα τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Βέρροιας που θεωρείται από πολλούς εξαιρετική ως προς την οργάνωση και τη διεύθυνσή της. Εξαιρετική ως προς τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας, ναι. Εξαιρετική ως προς τους χώρους που διαθέτει σε μια περιφέρεια, ναι. Αλλά τι θλίψη! Ο διευθυντής της με υπερηφάνεια μου έδειξε τα βιβλία που προτείνει η βιβλιοθήκη κάθε εβδομάδα (για το ομολογουμένως νεανικό της κοινό). Όπως μου εξήγησε αποτελούσε πιστή αντιγραφή της λίστας των ευπωλήτων στις εφημερίδες!
Αναγνωστική παιδεία δεν έχουμε. Ακόμα. Οι λέσχες ανάγνωσης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι συμπαθείς συνάξεις αναγνωστριών (κυρίως) που απασχολούνται με τα βιβλία του συρμού. Αυτό, με βάση τα παραπάνω, είναι απολύτως φυσικό. Και είναι απολύτως φυσικό να γοητεύονται αυτού του τύπου οι αναγνώστες από την ευκολία με την οποία μπορούν να προσεγγίσουν έναν Έλληνα (κυρίως μια ελληνίδα) συγγραφέα (είναι ο κανόνας) «που τους καταλαβαίνει και τον καταλαβαίνουν».

Τα βραβεία. Ας υπάρχουν όσα βραβεία θέλουν. Κανείς δεν μπορεί να τα απογορεύσει. Ένα βραβείο κρίνεται κάθε φορά που εκδίδει την ετυμηγορία του. Μ’ αυτόν τον τρόπο απαξιώθηκαν βαθμιαία τα κρατικά. Ένα βραβείο αναγνωστών που θα αποφασίζουν οι λέσχες ανάγνωσης θα είναι ένα βραβείο αναγνωστριών με τα τυπικά χαρακτηριστικά που μόλις ανέφερα.
Διακρίνω, σε όσους αναφέρονται σε αυτό το βραβείο, το άγχος να το προφυλάξουν ή να το εξασφαλίσουν –από τι; Από το «παραστράτημα» στα ευπώλητα; Γιατί να εκβιάσουμε τα πράγματα; Αυτή είναι η κυρίαρχη ανάγνωση στην Ελλάδα. Φτωχή, απαίδευτη, σμικρή.
Σε όλη τη χώρα δεν υπάρχουν πάνω από 10.000 αναγνώστες που αγοράζουν και διαβάζουν σε σταθερή βάση 2-3 βιβλία τον μήνα (παλιότερα αγόραζαν περισσότερα, τώρα η ακρίβεια…). Αναγνώστες όχι μόνον λογοτεχνίας αλλά κάθε είδους βιβλίου από βιβλίο για παιδιά έως δοκίμιο, Ιστορία, κ.λπ. Πώς αλήθεια θα μπορούσε να συλλέξει κανείς τις αληθινές και όχι διαμεσολαβημένες (από ΕΚΕΒΙ κ.λπ.) προτιμήσεις αυτών των «πραγματικών αναγνωστών»; Μόνον μέσα από μια ιδανική διαδικασία που θα κρατάει σε επίπεδο έτους (ώστε να ενημερώνεται η ευρύτερη αναγνωστική κοινότητα), θα δουλεύει διαδραστικά μέσα από το Διαδίκτυο κι όπου ο κάθε αναγνώστης δεν θα περιορίζεται σε ένα «μου αρέσει, δεν μου αρέσει» αλλά θα αιτιολογεί την άποψή του.
Ναι το (εξ ορισμού δημοκρατικό) Δίκτυο, μόνον αυτό, θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη δημοκρατία των απόψεων. Αλλά προσοχή! Τη δημοκρατία μόνον. Όχι την αξιοκρατία. Τα βραβεία είναι καθρέφτης της κοινωνίας που τα μοιράζει, καθρέφτης της κυρίαρχης ανάγνωσης. Αν η κυρίαρχη ανάγνωση γοητεύεται από τις «μαμάδες των βορείων προαστίων» γιατί τα βραβεία θα πρέπει να μεροληπτούν επ’ αυτής της προτίμησης; Εξάλλου δεν έχουν κανένα παιδευτικό ρόλο. Κανένα. Προσπορίζουν μόνον οικονομικά, μικρά οφέλη, στους εμπλεκομένους. Τίποτε άλλο.
Ας μην εθελοτυφλούμε. Κατά τη χώρα και η ανάγνωσή της. Κατά την ανάγνωση και οι βραβεύσεις.

O Άρης Mαραγκόπουλος έχει εκδώσει περισσότερα από δέκα βιβλία πεζογραφίας και κριτικής, και ισάριθμες μεταφράσεις (από τα γαλλικά και τα αγγλικά). Γράφει κριτική βιβλίου και ιδεών στoν Tύπο και στα σχετικά με τη λογοτεχνία περιοδικά. Ιδρυτικό στέλεχος των εκδόσεων «Τόπος» όπου και διευθύνει το τμήμα λογοτεχνίας.Mερικά από τα πιο γνωστά του βιβλία: Ulysses, Oδηγός Ανάγνωσης (χρηστική ανάγνωση του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις, εκδ. Κέδρος 2001, επανέκδοση: εκδ. Τόπος 2008). Oι Ωραίες Hμέρες του Bενιαμίν Σανιδόπουλου (μυθιστορία, εκδ. Kέδρος 1998). Τα Δεδομένα της Ζωής μας (επιστολική νουβέλα, εκδ. Ελλ. Γράμματα 2002). Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία (μυθιστορία, εκδ. Κέδρος 2002). Pωσία, 100 Xρόνια (φωτογραφικό λεύκωμα, εκδ. Pιζάρειο Ίδρυμα / Ίδρυμα Σταύρου Nιάρχου, 2002). Γλυκειά Επιστροφή, (ομόκεντρα διηγήματα, εκδ. Eλλ. Γράμματα 2003). Διαφθορείς, Eραστές, Παραβάτες (δοκίμιο για τη νεοελληνική πεζογραφία, εκδ. Eλλ. Γράμματα 2005). Tελευταία του βιβλία: το μυθιστόρημα H μανία με την Άνοιξη (εκδ. Ελλ. Γράμματα 2006, Τόπος 2009), το λεύκωμα με φωτογραφίες από το αρχείο Κ. Μεγαλοκονόμου Η άλλη Ελλάδα 1950-65 (εκδ. Τόπος 2007), και το μυθιστόρημα True Love.

*Ο Άρης Μαραγκόπουλος έχει προσκληθεί στο βιβλιοπωλείο μας και έχει μιλήσει για τα παρακάτω θέματα:
- Ο ρόλος των διανοουμένων στη νέα τάξη πραγμάτων (1999)
- Το παραβατικό σπίτι του Γιάννη Ρίτσου (2003)
- Ο Οδυσσέας του Τζ. Τζοϋς (2004)

Κώστας Ακρίβος, συγγραφέας

Η προτίμηση του Γιώργου Θεοχάρη στη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Κεφάλα με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Πρόκειται για γραφή ήθους και εξαιρετικού αφηγηματικού ύφους. Όσο για τα βραβεία: μήπως θα ήταν προτιμότερο η πρόθυμη ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ να φιλοξενήσει έναν διάλογο το φθινόπωρο γύρω από αυτό το θέμα; Και ο καθείς τα όπλα του!

Η ομάδα αναγνωστών που εκφράζεται στο blog ΜΕΛΟΜΑ σχολίασε.


Είχαμε ανεβεί κι εμείς στη Θεσσαλονίκη και παρακολουθήσαμε τις συζητήσεις περί Λεσχών. Οι προβληματισμοί περί του βραβείου, του πώς δίνεται και το τί κερδίζουν ο αναγνώστης και ο συγγραφέας είναι ακόμα ζωντανοί μέσα μας. Απαντήσεις επαρκείς δεν δόθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Τις ψάχνουμε ακόμα.

Αυτά για σήμερα. Ο διάλογος θα συνεχίζεται όσο εσείς θα τοποθετείστε.

Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

ΕΠΩΝΥΜΕΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ & ΛΕΣΧΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

Στο προηγούμενο σχόλιό μας πήραν θέση μέχρι τώρα 5 επώνυμοι άνθρωποι των γραμμάτων. ΑΥΤΟΒΟΥΛΩΣ. Σε μια εποχή που οι πολλοί σιωπούν περιμένοντας να μιλήσουν μόνο όταν ο άνεμος φυσά ούρια με τις απόψεις και τις φιλοδοξίες τους. Τους ευχαριστούμε θερμά και παρουσιάζουμε τις απόψεις τους με ένα μικρό βιογραφικό τους.
Η σελίδα θα παραμένει ανοικτή για όσους ακόμα θελήσουν να καταθέσουν τον προβληματισμό τους ή τις θέσεις τους.

.
Βενετία Αποστολίδου
Αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής λογοτεχνίας ΑΠΘ
Συμφωνώ καταρχάς με την πρόταση του ΕΚΕΒΙ για σύνδεση του βραβείου αναγνωστών με τις λέσχες ανάγνωσης. Είναι μια κίνηση να αναβαθμιστούν οι λέσχες και ταυτόχρονα να βρεθεί ένας πιο αξιόπιστος τρόπος απονομής αυτού του βραβείου, διότι τον προηγούμενο τον θεωρούσα έωλο. Ωστόσο συμφωνώ μαζί σας ότι θα έπρεπε να προηγηθεί μια έρευνα για τις λέσχες ανάγνωσης. Ποιες είναι, πού βρίσκονται, από πόσα και τι είδους μέλη αποτελούνται (όχι ονόματα φυσικά), τι είδους βιβλία διαβάζουν κλπ. Μια τέτοια έρευνα θα ήταν πολλαπλώς σημαντική για τη μελέτη της ανάγνωσης στην Ελλάδα. Αν λοιπόν από την έρευνα αυτή έβγαιναν κάποια στοιχεία που να δείχνουν ότι η δουλειά των λεσχών είναι αξιόπιστη, τότε θα μπορούσε να επινοηθεί μια διαδικασία και για την απονομή του βραβείου.

Η Βενετία Αποστολίδου γεννήθηκε το 1961 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Βιέννης και του Μπέρμιγχαμ. Είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ.
Τελευταία της βιβλία
· (2008)
Πρόσθεση όχι αφαίρεση, πολλαπλασιασμός όχι διαίρεση , Μεταίχμιο
· (2005)
Το πρόσωπο του νέου ελληνισμού , Το Ροδακιό, [επιμέλεια]
· (2004)
Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002 , Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών
· (2003)
Λογοτεχνία και ιστορία στη μεταπολεμική αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947-1981 , Πόλις

Κώστας Ακρίβος, συγγραφέας
Το πρώτο που έχω να πω είναι ότι χαίρομαι ιδιαίτερα που στις μέρες μας υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αγωνιούν για την υπόθεση Βιβλίο - και οτιδήποτε εμπεριέχει αγωνία, για μένα είναι ιερό άρα αξιοσέβαστο. Τώρα, σχετικά με τις Λέσχες Ανάγνωσης και την επικείμενη σύνδεσή τους με το Βραβείο Αναγνωστών. Παρακολούθησα και τις δύο συναντήσεις που έλαβαν χώρα στη Θεσσαλονίκη, με θέμα τον (αυτο)προσδιορισμό του ρόλου των λεσχών και την αναβάθμισή τους. Θα ήθελα να πω ότι η συζήτηση και οι προβληματισμοί, καθώς και η κατάθεση αποριών και ενδοιασμών, ήταν υψηλού επιπέδου. Δηλαδή όλοι οι συμμετέχοντες, είτε από τη μεριά του ΕΚΕΒΙ είτε από τις λέσχες, έδειξαν πως τοποθετούν την ανάγνωση σε πρώτη προτεραιότητα' και αυτό νομίζω ότι δεν είναι ούτε μικρό ούτε αμελητέο. Λίγο πολύ όλοι μας ξέρουμε ότι το βιβλίο διέρχεται μια γενικότερη κρίση' πολλοί οι λόγοι και η θεραπεία δύσκολη. Από τη στιγμή όμως που η ίδρυση μιας τόσο σημαντικής ομάδας (εντάξει, δεν θα διολισθήσω να χρησιμοποιήσω τον όρο «θεσμός»), όπως είναι οι λέσχες ανάγνωσης, αποτελεί όντως μια ζωογόνο πραγματικότητα για το βιβλίο, είμαι της άποψης ότι πρέπει να γίνει καθετί το δυνατό για να ενδυναμωθούν.Δεν διαφωνώ με τις προτάσεις να διεξαχθεί έρευνα, να καταγραφούν αποτελέσματα, συμπεριφορές κ.ά. Εκείνο ωστόσο που προέχει είναι να δείξουμε έμπρακτα σε όσους στελεχώνουν τις λέσχες πως ναι, η πρωτοβουλία τους είναι αξιέπαινη και μπορεί να λειτουργήσει ως πιλότος για την ίδρυση και άλλων λεσχών. Κακά τα ψέματα! Τα μέλη των λεσχών ανάγνωσης σε καμία περίπτωση δεν είναι το ευκαιριακό αναγνωστικό κοινό των μπεστ σέλερ των 100.000 αντιτύπων. Οι περίπου 1.500 φίλοι που συγκροτούν τις λέσχες θα έλεγα ότι είναι ποσοτικά και ποιοτικά ο μέσος όρος των αναγνωστών που αγαπούν, αγοράζουν, συζητούν και σχολιάζουν το καλό βιβλίο. Υπάρχει αυτή τη στιγμή άλλος καταλληλότερος φορέας για να εκφράσει την άποψή του σχετικά με το ποιοτικά αναγνωρίσιμο, άρα και βραβεύσιμο, βιβλίο; Επιμένω πως όχι. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως τις επόμενες χρονιές η λειτουργική σύνδεση λεσχών-βραβείο δεν μπορεί να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο: να ενταχθούν και τα βιβλιοπωλεία, να στηθούν κάλπες σε βιβλιοθήκες , να.. να... Για πρώτη όμως χρονιά, δηλαδή φέτος, είμαι της γνώμης ότι οι λέσχες θα δώσουν μεγαλύτερο κύρος σ' ένα βραβείο που μέχρι στιγμής έχει περάσει του λιναριού τα πάθη.

Ο Κώστας Ακρίβος έχει γεννηθεί τον Μάρτιο του 1958 στις Γλαφυρές Βόλου. Είναι φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση και μέλος της συντακτικής ομάδας των σχολικών βιβλίων "Νεοελληνική λογοτεχνία" (Γ ενιαίου λυκείου) και "Ελληνική γλώσσα" (Σχολείο δεύτερης ευκαιρίας). Το 1985 από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ βραβεύτηκε το διήγημά του "Το κρίμα μιας Μπριτζίτας". Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα ολλανδικά.
Τα βιβλία του Κώστα Ακρίβου
· (2007)
Πανδαιμόνιο , Μεταίχμιο
· (2006)
Με τον ρυθμό της ψυχής , Κέδρος
· (2006)
Στρατής Δούκας , Ηλέκτρα
· (2005)
Καιρός για θαύματα , Κέδρος
· (2004)
Να μαθαίνω γράμματα... , Μεταίχμιο, [ανθολόγηση]
· (2003)
Σφαίρα στο βυζί , Κέδρος
· (2002)
Μια blue jean πασχαλιά. Το κακό το πράγμα. Διπλοβρασιά. Η ζημιά. Λουλούδι από τον Παράδεισο , Μεταίχμιο
· (2002)
Φωνές στην έρημο , Ελληνικά Γράμματα
· (2001)
Κίτρινο ρώσικο κερί , Κέδρος
· (1999)
Το γέλιο της έκτης μέρας , Κέδρος
· (1997)
Στο κάτω κάτω της γραφής είναι ένα ψέμα , Κέδρος
· (1995)
Αλλοδαπή , Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
· (1993)
Η δοτική του χάους , Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη

Στεφανάκης Δημήτρης, συγγραφέας

Ας οραματιστούμε όλοι μαζί ένα κόσμο με λιγότερα βραβεία και διακρίσεις αλλά περισσότερη ουσία και κόπο στην δημιουργική διαδικασία της γραφής.

Ο Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έχει μεταφράσει έργα των Σωλ Μπέλοου, Ε.Μ. Φόρστερ, Γιόζεφ Μπρόντσκι και Προσπέρ Μεριμέ. Το πρώτο του μυθιστόρημα, "Φρούτα εποχής" κυκλοφόρησε το 2000 (εκδόσεις Ωκεανίδα). Ακολούθησαν: "Λέγε με Καϊρα" (Ωκεανίδα, 2002), "Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία" (Ωκεανίδα, 2005), "Μέρες Αλεξάνδρειας" (Πατάκη, 2007).

Μαρία Σκιαδαρέση, συγγραφέας
Δε θα εκφράσω άποψη επί της συγκεκριμένης πρότασης του ΕΚΕΒΙ γιατί διαφωνώ a priori με το θεσμό των βραβείων έτσι όπως λειτουργεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.Είμαστε ένας λαός που δρα πληθωριστικά σε όλους τους τομείς των δραστηριοτήτων του. Ανοίγει μια καφετέρια σ' ένα γραφικό λιμανάκι νησιού και δουλεύει καλά; Το επόμενο καλοκαίρι έχουν ανοίξει δέκα καφετέριες δίπλα της που, πέρα από την αισθητική υποβάθμιση του χώρου, καταφέρνουν, κατακερματίζοντας τη δεδομένη πελατεία, να μη δουλεύει στο τέλος καμιά τους.Σήμερα τα βραβεία είναι της μόδας γενικώς τα περιοδικά ποικίλης ύλης και η τηλεόραση βραβεύουν τον άντρα, τη γυναίκα, το τραγούδι της χρονιάς. Δεν θα έλλειπε το βιβλίο από το πανηγύρι! Όλο και πιο συχνά λοιπόν σαν τα μανιτάρια ξεπηδούν φορείς-θεσμοθέτες ενός καινούργιου βραβείου λογοτεχνίας πιστεύοντας ο καθείς πως υπερέχει σε σοβαρότητα του προηγούμενου και άρα θα εξελιχτεί ταχύτερα σε θεσμό.Είναι γνωστό τοις πάσι, τουλάχιστον θεωρητικά, πως ο ουσιαστικός ρόλος του βιβλίου είναι η κατάκτηση της δίπολης πνευματικής σχέσης ανάμεσα σε συγγραφέα και αναγνώστη, πράγμα που προϋποθέτει συγκέντρωση, νηφάλια αναζήτηση και εσωτερική ηρεμία και του ενός πόλου και του άλλου. Φοβούμαι όμως πως αυτή η φιέστα των διαρκών βραβεύσεων συντελεί, με έναν τρόπο, στον αποπροσανατολισμό συγγραφέων και αναγνωστών. Έτσι το βιβλίο διολισθαίνει από τον πραγματικό του ρόλο σε άλλο ένα προϊόν lifestyle.

Η Μαρία Ε. Σκιαδαρέση γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε με την Προϊστορική Αρχαιολογία και αργότερα με τη Νεότερη Ιστορία. Επί χρόνια εργάστηκε σε αρχαιολογική ανασκαφή στην Κρήτη και παράλληλα δίδαξε Ιστορία σε γαλλικό λύκειο. Κείμενά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες.Έργα της: Το μυθιστόρημα "Άτροπος ή Η ζωή και ο θάνατος της Βενετίας Δαπόντε", (Πατάκης, 1996), η νουβέλα "Και νεκρούς ανασταίνει", (Πατάκης, 1997), "Κίτρινος χρόνος", επίσης νουβέλες (Πατάκης, 1999), "Το έργο του Ρήγα Βελεστινλή" (Αφιέρωμα στα 200 χρόνια από το θάνατό του), (Μεταίχμιο, 1998), το διήγημα "Η ζημιά" σε συλλογικό τόμο (Μεταίχμιο, 2002).Και τα βιβλία για παιδιά: "Καλημέρα-Καληνύχτα" (Δελφίνι, 1994). "Κωνσταντίνος Κανάρης" (Ιστορική μονογραφία), (Άμμος, 1997), "Ο θησαυρός του Ασπρογένη" (Πατάκης, 1998), "Ρήγας Βελεστινλής" (Ιστορική μονογραφία) (Άμμος 1997), "Γιλάν, η πριγκίπισσα των φιδιών" (Φαντασία, 2004)

Γιώργος Χ. Θεοχάρης Ποιητής,
Διευθυντής του περιοδικού Εμβόλιμον (Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας)

Συμφωνώ με τις απόψεις του Δ. Στεφανάκη και της Μ. Σκιαδαρέση. Πιστεύω ότι κάθε είδους βραβείο ενέχει το στοιχείο της μονομέρειας ή και της κρυφής ή φανερής ποδηγέτησης. Τα βραβεία αναγνωστών προκύπτουν εν πολλοίς και από την επίδραση του συστήματος προβολής και προώθησης των ευπώλητων. Ο αναγνώστης που ψηφίζει αγοράζει και διαβάζει συνήθως ό,τι διαφημίζεται ποικιλοτρόπως. Κάθε χρόνο πιστεύω πως κυκλοφορεί σε κάθε λογοτεχνικό είδος ένα τουλάχιστον βιβλίο αξιότερο από αυτά που βραβεύονται. Πηγαίνει συνήθως άπατο -και από πωλήσεις- γιατί δεν αξιώνεται μιας έστω αρνητικής κριτικής από τον Κούρτοβικ, δεν θα το κάνει ολοσέλιδο η Χαρτουλάρη, ο συγγραφέας του δεν θα κληθεί να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο του Προυστ, το εξώφυλλό του δεν θα φωτογραφηθεί και δεν θα μπει στο ένθετο του Ελευθερουδάκη για να διανεμηθεί με τα Κυριακάτικα φύλλα. Κι αν η Θεοδοσοπούλου του χαρίσει ολόκληρο τετράστηλο στην Εποχή σιγά τα λάχανα! Αστειεύομαι! Βραβείο για πολλά βιβλία αποτελούν τα σημειώματα στα έντυπα χαμηλής κυκλοφορίας. Τώρα που το σκέφτομαι θα είχε ενδιαφέρον μία συγκριτική προσέγγιση των δημοσιευμάτων της Μάρης Θεοδοσοπούλου στην Εποχή και στο Βήμα την ίδια χρονική περίοδο. Μία διερεύνηση γιατί ένα κείμενο δεν "πέρασε" ή δεν "δόθηκε" στο Βήμα και μπήκε στην Εποχή και αντίστροφα. Για να μη μακρηγορώ θα αναφερθώ σε ένα μόνο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2007 και κατά την ταπεινή μου γνώμη άξιζε βραβείο αλλά δεν το πήρε είδηση κανένας πέρα από εκείνους στους οποίους το ταχυδρόμησε ο συγγραφέας του (παρ' όλο που και ο ίδιος είναι γνωστός στο συνάφι τουλάχιστον και σε καλό εκδοτικό τυπώθηκε [Γαβριηλίδης]). Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων "Χώμα, χώματα" του και ποιητή και κριτικού λογοτεχνίας Ηλία Κεφάλα. Ε λοιπόν! σ' αυτό το εξαιρετικό βιβλίο απονέμω το βραβείο διηγήματος 2007 του αναγνώστη Γιώργου Θεοχάρη. Σας προτρέπω να το αναζητήσετε για να συνταχθείτε μαζί μου. Ας βραβεύουμε κάθε στιγμή το βιβλίο που μας χαρίζει αναγνωστική απόλαυση. Ας το συστήνουμε στους φίλους μας. Αν μπορούμε να έχουμε επαφή με τον συγγραφέα ας του το λέμε να ευχαριστιέται. Ως εκεί. όλα τα άλλα εξυπηρετούν την αγορά και παίζονται με τους κανόνες που κάθε φορά στήνει.

Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης (Δεσφίνα Φωκίδος 1951) ζει στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας και εργάζεται στην εταιρεία Αλουμίνιον της Ελλάδος. Τύπωσε τις ποιητικές συλλογές: Πτωχόν Μετάλλευμα, εκδόσεις Εμβόλιμον, 1990, Αμειψισπορά, εκδόσεις της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Λεβαδείας, 1996, Ενθύμιον, εκδόσεις Καστανιώτη, 2004. Δημοσιεύει κείμενα λογοτεχνικής κριτικής και επιμελείται την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

ΛΕΣΧΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΒΡΑΒΕΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ


Οι κάτοχοι των 3 μέχρι σήμερα βραβείων αναγνωστών στο βήμα των συζητήσεων

Ένα πραγματικά ενδιαφέρον θέμα που θίχτηκε στις συζητήσεις της 5ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσ/νίκης ήταν το σχετικό με τις Λέσχες Ανάγνωσης και το Βραβείο Αναγνωστών.
Και εδώ το άγχος να επιδειχθεί και να τονιστεί σε υπερθετικό βαθμό το όποιο θετικό έργο έχει παραχθεί, ήταν φανερό. Δικαίως νομίζω τίθεται το ερώτημα αν η ουσία όλων των σημαντικών πρωτοβουλιών είναι κενή περιεχομένου και το μόνο που μετράει είναι οι εντυπώσεις. Διαβάζουμε στην έντυπη εφημερίδα του ΕΚΕΒΙ στην καθημερινή επισκόπηση της έκθεσης αρ. φύλλου 4, για να μη βάλλω δικά μου λόγια.
«Παράλληλα με τις λέσχες ανάγνωσης αναπτύχθηκε κι ένας άλλος θεσμός που προτάσσει το ρόλο του αναγνώστη: το Βραβείο Αναγνωστών…
… Το τελευταίο διάστημα υπήρξε μια πρόταση για συνδυασμό των δύο παραπάνω θεσμών…
… Το ΕΚΕΒΙ προτείνει από εδώ και στο εξής τα μέλη που απαρτίζουν τις Λέσχες Ανάγνωσης να είναι αυτά που μέσα από τον κατάλογο των τίτλων της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής να σχηματίσουν τη μικρή λίστα βιβλίων προς βράβευση, και στη συνέχεια με μια δεύτερη ψηφοφορία να καταλήγουν στην τελική τους προτίμηση…
… Στο τέλος όλοι κατέληξαν πως η ανάθεση του Βραβείου Αναγνωστών στις Λέσχες Ανάγνωσης τους προσδίδει αίγλη και το ευρύτερο κύρος και ταυτόχρονα θα λειτουργήσει ως δέλεαρ για να δημιουργηθούν και άλλες λέσχες ανάγνωσης….»

Ας κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις επ’ αυτών.
1) Αξίζει να επισημάνουμε την πρεμούρα να βαφτίσουμε θεσμούς, δύο κατ’ αρχήν θετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες όμως έχουν ζωή μόνο δυόμισι ετών με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουμε αντίθετα αποτελέσματα από τις επιδιώξεις μας, αφού η αμετροέπεια αυτή ηχεί μάλλον ως ανέκδοτο. Το λεξικό Μπαμπινιώτη ερμηνεύει τη λέξη «θεσμός» ως πρότυπο ή κανόνα ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς και δράσης που έχει καθιερωθεί με τη συνεχή και ομοιόμορφη επανάληψη.
Βέβαια μόνο για ομοιόμορφη επανάληψη δεν μπορούμε να μιλάμε με τον τρόπο που κάθε φορά επιλέγεται το κατ’ ευφημισμό Βραβείο Αναγνωστών ενώ η χρονική του διάρκεια απέχει κάποια χρονάκια για να τολμήσουμε να το προσφωνήσουμε έτσι. Μακάρι βέβαια κάποια στιγμή να γίνουν και οι δύο πρωτοβουλίες "θεσμοί αξιοσέβαστοι." Αυτό όμως θα το κρίνει ο χρόνος και η καταξίωσή τους που είναι ανεξάρτητοι παράγοντες από τις προσδοκίες μας.


2) Το βραβείο Αναγνωστών το χρησιμοποιούμε απροσχημάτιστα ως όχημα για να προπαγανδίσουμε τις Λέσχες Ανάγνωσης. Άρα συνειδητά το απαξιώνουμε ακόμα περισσότερο αφού το βάζουμε να υπηρετήσει άλλο σκοπό απ’ αυτόν για τον οποίο δημιουργήθηκε. Κι ακόμα αναφέρω ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που το ΕΚΕΒΙ καταχωρεί στην ίδια εφημερίδα λειτουργούν 150 οργανωμένες ομάδες αναγνωστών σε όλη την Ελλάδα. Αν υποθέσουμε ότι κάθε ομάδα απαρτίζεται το πολύ από 8-10 μέλη καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το πολύ 1500 άτομα θα επιλέξουν το βραβείο αναγνωστών. 1500 άτομα θα αποφασίσουν δηλαδή υποκαθιστώντας κάποιες δεκάδες χιλιάδες αναγνωστών. Με την υποσημείωση ότι πολλές εξ αυτών των λεσχών έχουν περιορισμένα ενδιαφέροντα μιας και ασχολούνται αποκλειστικά με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο όπως λ.χ. Μαθηματική λογοτεχνία αναρωτιέμαι με ποια κριτήρια θα αποφασίσουν.
Δεν έχω καμιά αντίρρηση να δίνουν και οι λέσχες το βραβείο τους. Αν μπορεί να έχει την όποια σημασία ένα ακόμα βραβείο ανάμεσα σε δεκάδες άλλα. Το βραβείο αυτό όμως να μην έχει ψευδεπίγραφο τίτλο. Κι αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί να εξαγγελθεί αφού προηγηθεί μια πειστική διαδικασία διερεύνησης των δυνατοτήτων των λεσχών. Δηλαδή μέσα από έρευνα που θα παραγγελθεί όχι για να επιβεβαιώσει τις ειλημμένες αποφάσεις αλλά για να καταδείξει αν τα μέλη που απαρτίζουν τις λέσχες έχουν την επάρκεια να ψηφίσουν και να αναδείξουν ένα βιβλίο σύμφωνα με την αξία του περιεχομένου και όχι από την ελκυστικότητα του εξωφύλλου ή το όνομα του συγγραφέα.Γνωρίζω για λέσχες που πληρούν με το παραπάνω αυτές τις προϋποθέσεις. Φοβάμαι όμως ότι οι περισσότερες θέλουν ακόμα πολύ δουλειά. Ας μην βιαζόμαστε λοιπόν να εκφυλίσουμε εντελώς το ήδη προβληματικό Βραβείο Αναγνωστών χρεώνοντάς το με άλλη μια λαθεμένη διαδικασία.
Για την Ιστορία να σημειώσουμε ότι το Βραβείο Αναγνωστών επιδόθηκε το 2005 στην Ευγενία Φακίνου για το βιβλίο «Η μέθοδος της Ορλεάνης»
το 2006 στη Ρέα Γαλανάκη για το βιβλίο "Αμίλητα βαθιά νερά"
το 2007 στον Ανδρέα Μήτσου για το βιβλίο «Ο κύριος Επισκοπάκης».

Και ακριβώς επειδή η παρακάτω τοποθέτηση ανήκει σε βραβευμένο, προσέξτε τι είπε ο Ανδρέας Μήτσου στη συζήτηση.


Αντιγράφουμε το κείμενο του Ανδρέα Μήτσου.
Η σημαντικότερη ίσως μετατόπιση στη θεώρηση της σύγχρονης λογοτεχνίας, είναι το πέρασμα από το συγγραφέα στον αναγνώστη, ο αναγνώστης θεωρείται πλέον ότι δίνει υπόσταση στο κείμενο, συμπληρώνοντας τα κενά και τις σιωπές του. Το δε κείμενο εμπεριέχει την άποψή του σε συνάρτηση με την προσληπτική του βεβαίως προοπτική. Η ανάδειξη του αναγνώστη απομυθοποιεί το "συγγραφέα-Θεό" ανατρέποντας ταυτόχρονα αντιλήψεις για "μύστες και μυημένους" ως παρωχημένες. Η συμμετοχή τους επομένως στην ανάδειξη ενός βιβλίου, θεωρείται νόμιμη, όσο και απαραίτητη. Βέβαια η συμμετοχή αυτή και άμεση εμπλοκή στην αναγνωστική διαδικασία - πράξη οιωνεί μοναχική και προσωπική - διαμορφώνει πιθανώς ένα είδος "συμμετοχικής δημοκρατίας" στο χώρο του βιβλίου αφού με την ενεργοποίηση του αναγνώστη, αυτός που θεωρούνταν ο παθητικός δέκτης, φτάνει σε θέση να υποδεικνύει την προτίμησή του και το γούστο του, επιζητώντας να το καταστήσει κοινό. Τούτο βεβαίως εγκρύπτει και μια επικινδυνότητα, επειδή συναρτάται από παραμέτρους κοινωνικές και πολιτικές που ποδηγετούν πιθανώς τον άβουλο αναγνώστη και επιβάλλουν την αισθητική του. Ως διαμεσολαβητής ο αναγνώστης που επιλέγει, σε συνεργασία με διάφορους φορείς, χάνει ίσως την ιδιότητα αυτή και αναδεικνύεται σε μια ιδιόμορφη νέα εξουσία, νέα αυθεντία στη θέση της αυθεντίας του συγγραφέα. Διότι αυτή καθεαυτή η έννοια του αναγνώστη δεν υπάρχει a priori, παρά αναδεικνύεται όταν κάποιος δυνηθεί να διεξέλθει ένα βιβλίο,να το κατανοήσει και να το οικειοποιηθεί με τους δικούς του όρους. Τότε καθίσταται ο αναγνώστης του, ειδάλλως η a priori αναγνώριση μιας τέτοιας ιδιότητας είναι επικίνδυνη και έξω από τις δημιουργικές διαδικασίες ανάγνωσης.
Ποιος είναι λοιπόν ο αναγνώστης, τι ρόλο καλούνται να παίξουν οι λέσχες αναγνωστών, οι κριτικοί λογοτεχνίας, πώς διαμορφώνεται η διαδικασία του βραβείου αναγνωστών και ποιες οι επιπτώσεις του στην ανάδειξη ενός βιβλίου, είναι ερωτήματα που επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες.
Αυτά από το συγγραφέα Ανδρέα Μήτσου.
Αν υπάρχει διάθεση για διάλογο επί του ζητήματος και φυσικά για επιχειρηματολογία υπέρ ή κατά της άποψης του ΕΚΕΒΙ, για απονομή των βραβείων αναγνωστών από τις Λέσχες Ανάγνωσης, το μπλογκ είναι ανοιχτό.
Τα όσα επισημαίνω δεν συνιστούν άρνηση του ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει το ΕΚΕΒΙ στην ενδυνάμωση του ρόλου του βιβλίου, αλλά πίστη ότι χρειάζονται τίμιες προσεγγίσεις και υποδείξεις αντί των άκριτων χειροκροτημάτων.

Λαμπρόπουλος Νίκος, βιβλιοπώλης

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

5η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τον περσινό ενθουσιασμό και τις πανηγυρικές δηλώσεις - βιαστικές και αγχωμένες - με το πέσιμο της αυλαίας της Διεθνούς Έκθεσης Θεσ/νίκης διαδέχθηκαν φέτος ο βαθύς προβληματισμός και η διάχυτη απαισιοδοξία.
Όλα αυτά βέβαια αποδεικνύουν για μια ακόμα φορά πόσο ρηχά, απρογραμμάτιστα και επιπόλαια αντιμετωπίζουμε και αυτό το θεσμό. Ο λόγος των περσινών θριαμβολογιών και των φετινών δισταγμών;
Η προσέλευση του κοινού. Αυξημένη υπερβολικά το 2007 σε σχέση με το 2006, σαφώς μειωμένη φέτος. Που αποτέλεσε και την αφορμή που έψαχναν από το πρώτο χρόνο οι Αθηνοκεντρικοί να μεμψιμοιρούν και να υπερβάλλουν με προφανή στόχο να κατεβάσουν και αυτή την έκθεση στα ασφυκτικά πλαίσια της πρωτεύουσας.
Κανένα όμως δεν άκουσα να μιλήσει για την απόλυτη ομοιότητα με πέρσι. Τα περίπτερα των εκδοτών ίδια και απαράλλαχτα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία φτωχά και δίχως φαντασία.
Οι εκδηλώσεις με τους συγγραφείς και εν γένει ανθρώπους του πνεύματος σαφώς κατώτερη άλλων χρόνων.
Και η νοοτροπία τους; Εκνευριστική. Να μετρούν την επιτυχία αποκλειστικά και μόνο από τη διακίνηση των τίτλων τους μέσα στην έκθεση. Λες και τα βιβλία αφού τα δει ο βιβλιόφιλος δε μπορεί να τ’ αγοράσει στο βιβλιοπωλείο του την άλλη μέρα.
Οι οργανωτές δεν έκαναν τίποτα διαφορετικό κι αυτοί. Οι αίθουσες ακριβώς όπως και τα προηγούμενα χρόνια, καμιά προσπάθεια αλλαγής για μια περισσότερο ελκυστική ατμόσφαιρα. Μόνο βήματα προς τα πίσω. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ηχεία έπαιζαν διαφημίσεις και τραγούδια σε τέτοια ένταση, που κάλυπταν τις φωνές στις αίθουσες συζητήσεων.
Αυτή η έκθεση όμως δεν στήθηκε για το κοινό άσχετα αν επιτρέπεται η είσοδος και όλοι το θέλουμε. Ο βασικός λόγος δημιουργίας της είναι η συνάντηση της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή και η αμοιβαία ανταλλαγή τους.
Άρα το κυρίαρχο πρόβλημα δεν είναι ο μεμψίμοιρος λογιστικός ισοσκελισμός των εξόδων αλλά η έλλειψη ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ της έκθεσης και το έλλειμμα γενναιοδωρίας από τους συντελεστές της, για μια απογείωση και καταξίωσή της, ανάμεσα σε αντίστοιχες εκθέσεις της Ευρώπης.

Το μεγαλύτερο ατού αυτής της έκθεσης είναι η Θεσ/νίκη. Μια πόλη που αποπλανά αμέσως τον επισκέπτη. Και ένα κοινό που συμμετέχει ενεργά και με γνώση στις διαδικασίες των εκδηλώσεων. Στις αίθουσες των συζητήσεων συνήθως υπήρχε αδιαχώρητο και ο χρόνος ήταν πάντα λιγοστός για την πληθώρα των ερωτήσεων και των τοποθετήσεων.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι κατά γενική ομολογία την παράσταση έκλεψε στις εκδηλώσεις ο Άγγλος συγγραφέας Τζόναθαν Κόου καλεσμένος από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.
Για άλλη μια φορά το κοινό της Θεσ/νίκης έδειξε ότι λατρεύει τη Σώτη Τριανταφύλλου. Τρεις συνεχείς χρονιές είμαι μάρτυρας συγκινητικής ανταπόκρισης και διαλόγου των Θεσσαλονικέων προς τη Σώτη σε αίθουσες που αποδεικνύονται εξαιρετικά μικρές για χωρέσουν το πλήθος που
θέλει να την παρακολουθήσει.
Κι ακόμα όπως αναμενόταν προκάλεσε εξαιρετικό ενδιαφέρον η συζήτηση για το ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟ του Κώστα Ακρίβου. Αν και έγινε σε ακατάλληλη ώρα και μέρα άφησε απόλυτα ικανοποιημένους τους συμμετέχοντες με την πληρότητα και ποιότητα των παρουσιαστών του βιβλίου και το διάλογο που ακολούθησε.





Ένα από τα ομορφότερα περίπτερα του Παιδικού Τμήματος της έκθεσης