Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΤΩΝ ΤΡΕΝΩΝ : ένα αξιοπρόσεκτο νουάρ μυθιστόρημα της Μαρλένας Πολιτοπούλου με δύο ανεξιχνίαστους φόνους, ερωτικά μυστικά, δωσίλογους και μετανάστες με φόντο τα 45άρια του Καζαντζίδη

1965: Ο Στέλιος Καζαντζίδης φτάνει στον σταθμό του Μονάχου για να δώσει μια σειρά από συναυλίες σε όλη τη Γερμανία. Σε μια γωνιά του ίδιου σταθμού ο Στρατής Κοκκινίδης, ένας έλληνας μετανάστης, βρίσκεται νεκρός. Ο φόνος του δεν θα εξιχνιαστεί ποτέ. Πενήντα χρόνια αργότερα, ο ερευνητής και σκιτσογράφος Παύλος Γ., ως οφειλή στον αστυνόμο πατέρα του, θα ασχοληθεί με την υπόθεση. Τα ίχνη θα τον οδηγήσουν στη Νάουσα, τόπο καταγωγής του Κοκκινίδη, και πίσω στα χρόνια της Κατοχής, για να ανακαλύψει ερωτικά μυστικά, δωσίλογους, λίρες, προδοσίες και επαναστάτες. Θα αφήσει για λίγο την αγαπημένη του τζαζ για να ακούσει τα τραγούδια του Στέλιου και θα ανταμειφθεί από την κόρη της Πηνελόπης των τρένων με είκοσι 45άρια δισκάκια. Και όταν όλα θα έχουν πια τελειώσει, ο κόσμος της μετανάστευσης δεν θα του είναι πια ξένος. 

της Ελένης Κεχαγιόγλου
Με τη Μαρλένα η διά ζώσης γνωριμία μας δεν είναι μακρά, δεν μετρά ακόμη δεκαετία, αλλά, ξέρετε πώς είναι αυτά, υπάρχουν για κάθε αναγνώστη συγγραφείς τους οποίους διαβάζοντάς τους αισθάνεσαι πως είναι κατά κάποιον τρόπο δικοί σου άνθρωποι, μιλάτε την ίδια γλώσσα, υπάρχουν εκλεκτικές συγγένειες. Ενίοτε, όταν αγαπάς το έργο ενός συγγραφέα και τον γνωρίζεις ως άνθρωπο, τρως τα μούτρα σου — λες, άσε καλύτερα, θα αγαπώ μονάχα τον συγγραφέα. Με τη Μαρλένα, την οποία πρωτοδιάβασα το 1999, με το μυθιστόρημά της με τον ατμοσφαιρικό τίτλο «Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά» (έργο το οποίο, ευτυχώς, επανεκδόθηκε, ξανακοιταγμένο, από το Μεταίχμιο το 2012), απόλαυσα το κείμενο και το συγγραφικό της βλέμμα, παρότι, τότε, ήμουν σε μετα-φοιτητική φάση και επιφυλακτική με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Και ευτυχώς η γνωριμία μαζί της με έκανε να μην χρειάζεται να υπενθυμίσω στον εαυτό μου το «μάντρα» της θεωρίας της λογοτεχνίας: άλλο ο συγγραφέας, άλλο ο άνθρωπος, μπορούσα να αγαπώ και τη συγγραφέα και τον άνθρωπο.
Θα σταματήσω ωστόσο εδώ τις προσωπικές αναφορές, διότι η Πηνελόπη των Τρένων (των τρένων του Μονάχου και της Νάουσας) κρατά στα χέρια το πλεκτό της και διεκδικεί να αφιερωθεί σε κείνην η βραδιά. Εξάλλου, θεωρεί πως μπορεί στη συνέχεια της βραδιάς να κερδίσει εκείνη το φλουρί.

Το πλεκτό της δικής μας Πηνελόπης έχει υφάδι σφιχτό, σαν και την αφηγηματική δομή του βιβλίου της Πολιτοπούλου. Ενός βιβλίου, που, αναπτύσσοντας τη διερεύνηση δύο ανεξιχνίαστων φόνων πριν από κοντά 50 χρόνια, χωράει: της μετανάστευσης και της προσφυγιάς το αιώνιο δράμα / Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία τη δεκαετία του 1960 αλλά και γκασταρμπάιτερ σήμερα / το ελληνικό εβραϊκό τραύμα / Κατοχή, δωσίλογους, Χούντα, τη μεγάλη δηλαδή ιστορία πανταχού παρούσα στη ζωή των ανθρώπων, άλλοτε επιρρεάζοντάς την άμεσα άλλοτε δρώντας υπόγεια / πρόσφυγες (α) Πόντιους στη μετά την Καταστροφή Ελλάδα και (β) από τη Συρία στην Ελλάδα του 2015 / κοινωνική και πολιτική κρίση (παρεισφρέει στις σελίδες του βιβλίου και η αισιόδοξη αναφορά της σύλληψης του Κασιδιάρη και του Μιχαλολιάκου, όπως επίσης και η πληροφορία ότι στη Νάουσα δεν ευδοκιμεί το μολυσμένο φρούτο Χ.Α.) / έχουμε επίσης βινύλια και μνήμες, σεξ-χρήμα και ιδεολογία (τα βασικά κίνητρα του φόνου, τις κινητήριες δυνάμεις της ζωής άρα και της στέρησής της) / το πολύπτυχο έρωτας-πόλεμος-νόστος-επιστροφή-εκδίκηση / μπόλικο, πολύ Καζαντζίδη και μια υπέροχη σύγκρισή του με τον σερ Μπιθί, που εγώ τη χρησιμοποιώ πλέον ως επιχειρηματολογία προς τους φίλους που ομνύουν στο όνομα του Μπιθικώτση και δεν αντέχουν, λέει, τον λυρισμό του Καζαντζίδη / έχει Μπούλες: το παλαιότατο αποκριάτικο έθιμο στη Νάουσα, αλλά έχει και το μυστικό της επιτυχίας του Μπουτάρη ως δημάρχου / έχει ακόμη και την ιδοποιό διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών.
Κι όλα αυτά, με πραγματικά καλούς συνεκτικούς αρμούς, σε ένα μυθιστόρημα που κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο ως προς το «τι θα γίνει παρακάτω»: ως προς το βασικό συγγραφικό στοίχημα, δηλαδή, σε κάθε μυθιστόρημα, και κυρίως σε κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα. 


Στο σημείο αυτό, θα την αφήσω ωστόσο την Πηνελόπη να περιμένει λίγο ακόμη και θα προχωρήσω κάπως ανάποδα — μη με παρεξηγήσετε, δεν είμαι ανάποδη (νομίζω), αλλά θέλω να αναφερθώ στο Σημείωμα της συγγραφέως στο τέλος του βιβλίου, από όπου πληροφορούμαστε ότι η διαδρομή του μυθιστορήματος που παρουσιάζουμε σήμερα ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια. Κι αυτό αποκαλύπτει ακριβώς τη βάσανο της γραφής. Επίσης, οι ευχαριστίες που απευθύνει οι συγγραφέας φανερώνουν για ποιο λόγο, διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι  η Πολιτοπούλου ξέρει σαν την τσέπη του παλτού της τη Νάουσα και τη Βέροια, καθώς και τη ζωή των ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία τη δεκαετία του ’60. Διότι η Μαρλένα ταξίδεψε, ρώτησε, βρήκε τους κατάλληλους πληροφοριοδότες, ξόδεψε ή αξιοποίησε την ενέργειά της για να γίνει, για χάρη του μυθιστορήματός της, συγγραφέας-ντετέκτιβ.
Κάθε συγγραφέας, γράφει δεν γράφει αστυνομικά, είναι, νομίζω, ντετέκτιβ, με την έννοια ότι οφείλει να ψάξει για δικό του λογαριασμό (ανεξάρτητα δηλαδή από τον θα αποφασίσει να αποκαλύψει ό,τι βρήκε στον πελάτη-αναγνώστη) το παρελθόν των ηρώων του και το παρόν τους, να περπατήσει τους δρόμους όπου περπάτησαν, να δει ό,τι έχουν εκείνοι δει, να αναζητήσει τα βαθιά κρυμμένα μυστικά τους, να κατανοήσει γιατί δρουν όπως δρουν, γιατί έχουν γίνει οι άνθρωποι που είναι.
Στην προκειμένη περίπτωση, το μυθιστόρημα της Μαρλένας απαλλάσσει τον αναγνώστη της από το να αναρωτιέται διαρκώς εάν ισχύουν τα πραγματολογικά στοιχεία που αναφέρει. Κι αυτό, διότι όλες οι μικρές λεπτομέρειες (από το σύνθημα κατά της Τρόικας που είναι γραμμένο σε τοίχο της Νάουσας, μέχρι την περιγραφή του ισογείου της Βιβλιοθήκης της Βέροιας, και από τα οινοποιεία της περιοχής μέχρι το ερειπωμένο σήμερα εργοστάσιο της Columbia που άλλοτε γνώρισε δόξες ως η δισκογραφική εταιρία των πρώτων ονομάτων ενώ σήμερα παρακμάζει φιλοξενώντας απελπισμένους άστεγους μετανάστες που πατούν —τι ειρωνεία— τα πεταμένα στη λάσπη δισκάκια από τη σούπερ επιτυχία «Τα παιδιά του Πειραιά») όλες οι μικρές λεπτομέρειες λοιπόν σε πείθουν ότι η αφηγηματική φωνή έχει κάνει το ρεπεράζ της όπως λένε στο σινεμά, την αυτοψία της σε όλους τους σκηνικούς χώρους του μυθιστορήματος. Κι αυτό, ξέρετε, δεν είναι διόλου αυτονόητο.
Με τον τρόπο αυτό, λοιπόν, καθώς και με τα στοιχεία της σύγχρονης ζωής που παρέχει το βιβλίο αποτυπώνοντας —παράλληλα με την έρευνα του παρελθόντος— την καθημερινότητα, το βιβλίο αυτό μελλοντικά θα είναι ένα τεκμήριο για το ελληνικό έτος 2015, για την Ελλάδα την εποχή της κρίσης γενικότερα, από την εισβολή του Ίντερνετ στην καθημερινότητα μέχρι τον Ελληνάρα που κορνάρει, από τα δίκτυα εκμετάλλευσης των μεταναστών απ’ τους συμπατριώτες τους και τους Έλληνες μέχρι τα διόδια που ακρίβυναν — όπως ακριβώς τα έργα του γενάρχη της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, του Γιάννη Μαρή, αποτελούν και το αποτύπωμα του άστεως (κυρίως) τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και μέχρι την πτώση της Χούντας.
Ωστόσο ο Μαρής γράφει σε μια εποχή που τα ξερονήσια είναι ακόμη γεμάτα από αριστερούς πολίτες και η χώρα επιχειρεί, κουτσά στραβά, τη μεταπολεμική ανόρθωσή της, και για αυτό αποφεύγει κατά κανόνα να ξύσει πληγές θίγοντας πολιτικά προβλήματα, παρόλο που, στο «Έγκλημα στα παρασκήνια», το 1954, π.χ., στη σκοτεινή υπόθεση εμπλέκεται η κοσμική Αθήνα, άνθρωποι του θεάτρου και βιομήχανοι, αλλά και δωσίλογοι της Κατοχής.
Η Μαρλένα νεότερη εκπρόσωπος του είδους που στη μεταπολεμική Ελλάδα αγαπήθηκε χάρη στην πένα του Μαρή, όπως κι εκείνος αναθέτει την εξιχνίαση των εγκλημάτων στον Παύλο Γεωργούλα, σε κάποιον που δεν είναι ο τυπικός αστυνομικός επιθεωρητής αλλά ένας σκιτσογράφος-αρχιτέκτονας, ο οποίος έχει συνεργαστεί χρόνια με την αστυνομία. Πρόκειται για έναν ήρωα αντίστοιχο, ας πούμε, με τον δημοσιογράφο Μακρή που συνεπικουρείται από τον περίφημο αστυνόμο Μπέκα, όπως ακριβώς τον Παύλο της Πολιτοποπούλου βοηθά ο διευθυντής του τμήματος Ανθρωποκτονιών Περικλής Γιατζόγλου. Και μάλιστα, ο Παύλος —ύστερα από τα 4 βιβλία της Μαρλένας όπου έχει πρωταγωνιστήσει— στο τέλος του έργου που παρουσιάζουμε σήμερα παραδίδει σκυτάλη στον υπό συνταξιοδότηση Περικλή, ώστε έτσι, να περιμένουμε το επόμενο μυθιστόρημα στο οποίο τα ηνία θα κρατά πια ένας αστυνομικός όπως κάποτε τα πήρε από τον δημοσιογράφο Μακρή και ο περίφημος αστυνόμος Μπέκας. 


Φαίνεται πως, παρότι «το να ασχολείσαι με ιστορίες από το παρελθόν μοιάζει σαν διακοπές, αφού η λάθος απόφαση δεν έχει συνέπειες», όπως γράφει η Μαρλένα αναφέρεται στο βιβλίο, ο ήρωας Παύλος, ύστερα από την υπόθεση μιας ανεξιχνίαστης δολοφονίας που ερευνά στην «Πηνελόπη των Τρένων» και την οποία του άφησε κληρονομιά ο αστυνομικός καριέρας  πατέρας του (μια υπόθεση όπου το «παρόν φώτιζε με βαριές σκιές το παρελθόν»), κατανόησε —αντιγράφω— ότι «την ελευθερία την έχεις περισσότερο μέσα σου» και ότι η αλήθεια αποκαλύπτεται όταν οι άνθρωποι την έχουν ακριβώς ανάγκη για να απελευθερωθούν. Ο ήρωας —μέσω της έρευνας αυτής, χάρη στην οποία γνώρισε, έστω μετά θάνατον καλύτερα τον πατέρα του— απαλλάσσεται εντέλει από τη βαλίτσα (από την ανάγκη δηλαδή να βρει την αλήθεια του άλλου) και την παραδίδει τότε με τη σειρά του τη βαλίτσα αυτή στον καθ’ ύλην αρμόδιο φίλο του Περικλή. Εξάλλου, πλέον η βαλίτσα άνοιξε, ο Παύλος μπορεί πια να υπερβεί τον πατέρα του, δεν του χρειάζεται να μάθει άλλα για την επαγγελματική σταδιοδρομία, τους έρωτες, τις πολιτικές πιέσεις που υπέστη, το ήθος του, τις συναλλαγές του με την ελληνική ιστορία.
Και με τον τρόπο αυτό, αποκόπτει τον ομφάλιο λώρο, κατανοεί πως «ό,τι κρατάς σε κρατάει» και απελευθερώνεται. Απελευθερώνεται μάλιστα διά της αλήθειας που έρχεται να δικαιώσει τους τεθνεώτες των οποίων η μνήμη είχε σκιαστεί και όχι να εκδικηθεί τους φταίχτες. Που έρχεται να κατανοήσει και όχι να τιμωρήσει, ώστε να επέλθει έτσι ένα «ισοζύγιο της ζωής», όπως γράφει το βιβλίο, μια ισορροπία.
Ένα επίσης συναρπαστικό στοιχείο στο μυθιστόρημα είναι ο τρόπος με τον οποίο το παρελθόν γίνεται παρόν καθώς οι παρελθοντικές πράξεις μοιάζει να σκοτεινιάζουν τη ζωή των απογόνων των πρωταγωνιστών της άλλοτε ιστορίας, είτε επρόκειτο για καθωσπρέπει καραμανλικούς είτε για ονειροπαρμένους αριστερούς είτε για ταλαιπωρημένους εβραίους είτε για αδίστακτους δοσίλογους, είτε για ανθρώπους λαϊκούς ή μικροαστούς που απλώς επιδιώκουν να τη βολέψουν ή να επιβιώσουν.
Στο βιβλίο η μνήμη —που σε μια ενδιαφέρουσα διατύπωση είναι «ό,τι φαντάζεται ο καθένας»— όχι απλώς αποδίδει δικαιοσύνη (αφού «Η δικαιοσύνη έγκειται στην ανάμνηση» σύμφωνα με το μότο του έργου που έχει αντληθεί από τον Στάινερ) αλλά και είναι (η μνήμη) ολωνών το σακουλάκι με τα ζόρικα: άλλος το έχει στο στήθος του, το βλέπει και αναμετριέται, και άλλος το έχει στην πλάτη του και κάνει πως δεν το ξέρει. Ο Παύλος, εσωτερικεύοντας ως ψυχική διαδικασία την ξενιτειά, λέει: «Είμαι μετανάστης, ξένος στον τόπο μου, ξένος στον αιώνα που τρέχει. Ξένα μού είναι και τα αισθήματά μου και απρόσμενα». Και συναντάται έτσι με το παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι της ξενιτειάς: Σα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος.  
Με τη μετακίνηση του ήρωα από την ψυχική ακινησία στη δράση (στην απόφαση να επιστρέψει στα σκίτσα του, να εκδώσει το επόμενο βιβλίο του) ξαναβρίσκει την πατρίδα του, τον πραγματικό του εαυτό, με την επιστροφή του στις δικές του ανάγκες.
Ωστόσο, η εξαρχής ενασχόληση του ήρωα με την έρευνα, στη δική μου ανάγνωση, ανακαλύπτει κάτι για τη σχέση της Μαρλένας Πολιτοπούλου με την αστυνομική λογοτεχνία. Για τον Παύλο, με την αστυνομική έρευνα συνδέεται το ατομικό με το κοινωνικό.  Για τη Μαρλένα, νομίζω, οι αστυνομικές ιστορίες είναι το πρόσχημα για να γίνει το προσωπικό πολιτικό. Στην περίπτωσή της έχουμε τη γραφή ως πολιτική πράξη. Αναμοχλεύει τα ανθρώπινα (που ανάγονται σε εθνικά) πάθη, λύνει τους λογαριασμούς της με την Ιστορία, επιχειρεί —όπως η ίδια μου το είπε— να διαχειριστεί το δικό της οιδιπόδειο που είναι η Αριστερά. Και αυτό, σε μια φόρμα που αντιστέκεται, όπως γράφει στο βιβλίο, στη χαοτική εποχή μας. Ας πούμε κάτι οργανωμένο, έστω και παλιομοδίτικα, με αρχή, μέση και τέλος. Και οι αστυνομικές ιστορίες έχουν ΠΑΝΤΑ ένα τέλος — ο ένοχος θα αποκαλυφθεί. Δεν είναι παρήγορο αυτό; 
Δεν ξέρω αν οι Έλληνες με την κρίση έγιναν πιο ευαίσθητοι στον πόνο του άλλου, όπως γράφει η Μαρλένα. Ξέρω όμως ότι τα αστυνομικά βιβλία της δεν ψάχνουν απλώς και μονοσήμαντα τον δολοφόνο. Η αφήγησή της με τις αναδρομές στο παρελθόν και τις διαδρομές στο παρόν είναι ένα πολύσημο υφαντό, είναι μια «γλώσσα» δηλαδή εντός εισαγωγικών, όπως θα καταλάβετε όταν διαβάσετε το βιβλίο.
Και οπωσδήποτε καταλαβαίνω ότι η ανάγκη αυτή της Πολιτοπούλου, που ανάγεται σε ανάγκη πολιτικής πράξης, έχει ως αποτέλεσμα το μυστικό που αποκαλύπτει στο βιβλίο απαντώντας στην ερώτηση:
   Πώς δεν γερνάει κανείς ποτέ;
   Όταν το μυαλό του παράγει φρέσκιες ιδέες και είναι η ψυχή του στραμμένη στη χαρά.
Με αυτή την ευχή για τη Μαρλένα, για όλους μας, να ευχηθώ όλοι μας, ο καθένας μας και όλοι μαζί ως κοινωνία να πάψουμε να κρατάμε ό,τι μας κρατά καθηλωμένους.
Κεχαγιόγλου Ελένη
Το παραπάνω κείμενο της κ. Ελένης Κεχαγιόγλου γράφτηκε για την παρουσίαση του βιβλίου στο εντευκτήριο του περιοδικού "ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ" των Άσπρων Σπιτιών τον Ιανουάριο του 2016 και διαβάστηκε από τον Γιώργο Θεοχάρη λόγω κωλύματος - εξ αιτίας γρίπης - της Ε.Κ.


Η Μαρλένα Πολιτοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσιογράφησε σχεδόν είκοσι χρόνια σε εφημερίδες (Η ΑΥΓΗ, ΤΑ ΝΕΑ) και στο ραδιόφωνο (ΕΡΑ). Δίδαξε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στα Τμήματα Επικοινωνίας και ΜΜΕ. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα και νουβέλες. Μεταφράζει από τα γερμανικά. Από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματά της Η μνήμη της πολαρόιντ και Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά. 

Η Ελένη Κεχαγιόγλου γεννήθηκε στο Διδυμότειχο το 1969. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Υποψήφια διδάκτωρ του Παν/μίου Αιγαίου, με θέμα "Το θέατρο στην εκπαίδευση", το 2004 ήταν στη συγγραφική ομάδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου γράφοντας για τη Θεατρική Παιδεία στην "Ανάπτυξη των Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών". Από το 1997 εργάζεται ως επιμελήτρια κειμένων, ενώ από το 1997 έως το 2001 δίδαξε λογοτεχνία στην Ανώτερη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Το 2003-2004 ήταν υπεύθυνη εκδόσεων του προγράμματος "Εξειδίκευση και Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών" στο Πανεπιστήμιο Αθήνας, και από το 2007 έως το 2010 υπεύθυνη του τμήματος λογοτεχνίας στις εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα". Από το 2006 διδάσκει επιμέλεια στο Εργαστήρι του Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ. Έχει επίσης διδάξει σε σχετικά σεμινάρια στο ΕΚΕΜΕΛ. Σήμερα εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη. Έχει εργαστεί ως παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών σε σταθμούς των Ιωαννίνων και στον Βήμα 99,5 FM, και συνεργάζεται με τα περιοδικά "Διαβάζω" και "Index".

Δεν υπάρχουν σχόλια: