Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

«Τι να σου κάνει και το όραμα όσο όμορφο κι αν είναι όταν το ασχημίζουν τέτοιοι άνθρωποι;»

Η Έλενα Χουζούρη στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
Λιβαδειά 28-2-2011
Με την παρουσίαση του βιβλίου «Πατρίδα από βαμβάκι» της Έλενας  Χουζούρη» έκλεισε ο κύκλος εκδηλώσεων με θεματική «Μνήμες εμφυλίου … μνήμες ιστορίας … η επιστροφή του πολιτικού μυθιστορήματος».
Ήταν ένας ιδιαίτερα σημαντικός κύκλος ο οποίος πέρα από τη ξεχωριστή ποιότητα των βιβλίων που παρουσιάστηκαν και την επαφή με τους σημαντικούς δημιουργούς τους, προώθησε τον προβληματισμό και το διάλογο σε υψηλά επίπεδα, πολλές φορές σε ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα και κάπως υψηλότερους αλλά πάντα σε κόσμιο επίπεδο τόνους.
Και πώς να γινόταν διαφορετικά όταν προσεγγίσαμε στιγμές μιας ιστορίας τόσο μακρινής για κάποιους και ταυτόχρονα τόσο κοντινής για άλλους με προεκτάσεις που σημαδεύουν ακόμα την εποχή μας.
Το βιβλίο της Έλενας Χουζούρη προλόγισε όπως και τα περισσότερα αυτού του κύκλου ο φίλος μας ποιητής Γιώργος Θεοχάρης το κείμενο του οποίου παραθέτουμε.
Έλενα Χουζούρη: Πατρίδα από βαμβάκι

Η Έλενα Χουζούρη με το δεύτερο μυθιστόρημά της μας εκπλήσσει εκ νέου με την ωριμότητα της γραφής της και την ευχέρειά της στους τρόπους της μεταμοντέρνας συγγραφής, καθώς επίσης με την επιδεξιότητά της να αξιοποιεί αρχειακό υλικό και να κατορθώνει την δύσκολη, έτσι κι αλλιώς, συνομιλία λογοτεχνίας και Ιστορίας.
Πατρίδα από βαμβάκι είναι η Σοβιετική Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν και συγκεκριμένα η πρωτεύουσά της Τασκένδη, η Μητριά πατρίδα, για να θυμηθούμε το εμβληματικό αφήγημα του Μιχάλη Γκανά, δώδεκα χιλιάδων μαχητών και μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας οι οποίοι, μετά την πτώση του Γράμμου, τον Αύγουστο του 1949, πέρασαν στην αναγκαστική υπερορία και οδηγήθηκαν, με αποφάσεις του Σταλινικού ΚΚΣΕ και του Ζαχαριαδικού ΚΚΕ στα βάθη της Ασίας, όπου θα παρέμεναν για περισσότερο από τρεις δεκαετίες ως πολιτικοί πρόσφυγες. Πατρίδα από βαμβάκι, λόγω των απέραντων βαμβακοφυτειών της περιοχής, αντιστικτικά προς την πατρίδα από πέτρα, αλλά πάντοτε πατρίδα, την Ελλάδα, όπως γράφει η Χουζούρη.
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο γιατρός Στέργιος Χ., γεννημένος το 1917 στον Κολινδρό Πιερίας, ο οποίος έκανε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. Μετέχει στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και το 1942, πτυχιούχος, προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης. Η Ψυχιατρική είναι η βαθύτερη επιστημονική επιθυμία του γιατρού.
Τον Μάρτιο 1947 ο γιατρός «βγαίνει» στο βουνό και παίρνει μέρος στον Εμφύλιο σαν γιατρός του ΔΣΕ. Με την πτώση του Γράμμου περνάει στην Αλβανία ακολουθώντας τη μοίρα του που ήταν η συλλογική μοίρα των ηττημένων του Εμφυλίου οι οποίοι πήραν το δρόμο για τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ο γιατρός είναι ένας από τους δώδεκα περίπου χιλιάδες αντάρτες και αντάρτισσες που μέσω Ελμπασάν και Δυρραχίου ταξίδεψαν στη Σοβιετική Ένωση και εγκαταστάθηκαν στην Τασκένδη. Εκεί παντρεύτηκε τη Σταυρούλα, έφηβη συναγωνίστριά του από χωριό της Θεσσαλίας, η οποία «βγήκε» στο βουνό όχι από ιδεολογία. Ο γάμος έγινε με υπόδειξη της κομματικής καθοδήγησης στον γιατρό. Μη ξεχνούμε πως και στην πολιτική προσφυγιά η παρουσία του Κόμματος είναι καθολική και ρυθμίζει, σε μεγάλο βαθμό, τη ζωή των προσφύγων –άλλωστε, ακόμα, βρίσκονται «με το όπλο παρά πόδα», αφού το Ζαχαριαδικό ΚΚΕ καλλιεργεί την πίστη στους ηττημένους ότι η ήττα είναι μια στρατηγική αναδίπλωση και όπου να ‘ναι θα ξαναμπούν θριαμβευτές στην Ελλάδα κατανικώντας τον μοναρχοφασισμό και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, στο δρόμο για την εγκαθίδρυση της λαϊκής δημοκρατίας.
Εν πάση περιπτώσει αυτός ο γάμος έφερε δύο παιδιά, κορίτσια. Ο γιατρός αντί να ειδικευτεί στην Ψυχιατρική έγινε παιδίατρος, με εντολή και πάλι της καθοδήγησης, αφού το Κόμμα ως παντεπόπτης προβλέπει πως οι πρόσφυγες της Τασκένδης παιδιάτρους θα χρειαστούν, δεδομένου ότι θα κάνουν οικογένειες και θα τεκνοποιήσουν. Η πρόβλεψη αυτή γίνεται και εκφράζεται από το Κόμμα την ίδια χρονική περίοδο που ισχύει η εντολή «το όπλο παρά πόδα», πράγμα που σημαίνει ότι τα στελέχη του γνώριζαν πως ήταν μόνο για λαϊκή κατανάλωση η κουβέντα για το προσωρινό της παραμονής των ανταρτών στην υπερορία. Οι ίδιοι ήξεραν ότι η ήττα ήταν τελεσίδικη, όμως δεν ήταν ικανοί να διαβλέψουν πως όταν διαψεύδονται τα οράματα των λαϊκών αγωνιστών και όταν επιπλέον οι ίδιοι εκριζώνονται από τις πατρογονικές εστίες τόσο βίαια αντί παιδιάτρων θα έχουν στο μέλλον ανάγκη ψυχιάτρων.
Ο γιατρός εργάζεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ης Τασκένδης και γίνεται καθηγητής στην Ιατρική Σχολή. Η Σταυρούλα, η γυναίκα του εργάζεται σε εργοστάσια της περιοχής. Ζουν μια ζωή ήσυχη, με αλληλοεκτίμηση και αγάπη. Χωρίς ερωτικό πάθος. Να μη ξεχνάμε πως ο γιατρός παντρεύτηκε με εντολή του Κόμματος –διαβάζουμε από τις σημειώσεις του γιατρού εκείνη του Σαββάτου, 9 Δεκέμβρη 1950, 9 το βράδυ: «Πάλι ο σ. Κ. Μου είπε να παντρευτώ. Είμαι από τους μεγάλους εδώ. Τους παλιούς. Ο καλός κομμουνιστής δίνει το καλό παράδειγμα. Να το δώσω κι εγώ στους νεότερους. Να παντρευτώ, αλλά με ποιαν; Θα μου βρει αυτός. Ας μου βρει». Του βρίσκει τη Σταυρούλα, λοιπόν, η οποία άλλο από το πότε θα γυρίσουν στην Ελλάδα δεν έχει να της τυραννάει την ψυχή και το μυαλό, κάθε στιγμή.
Ώσπου ο γιατρός συγκλονίζεται από το πάθος του έρωτα, τον οποίο βρίσκει στο πρόσωπο της συναδέλφου του στο Νοσοκομείο Όλγας Κυριλένκο, συζύγου στελέχους του ΚΚΣΕ, η οποία λατρεύει την ποίηση της Αχμάτοβα. Η μυστική σχέση του γιατρού με την Όλγα αποκαλύπτεται στο μάτι του Κόμματος που «τα πάνθ’ ορά» και ο σ. Κ. επεμβαίνει και πάλι δίνοντας εντολή να επανέλθει ο γιατρός σε συναισθηματική τάξη, έτσι όπως το Κόμμα την ορίζει. Ο Στέργιος Χ. υποτάσσεται ακόμη μία φορά στις εντολές του Κόμματος.

Ας μη λησμονούμε πως βρισκόμαστε χρονικά στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και οι ήρωές μας βρίσκονται στην προσφυγιά. Επομένως δικαιολογείται η υπεράσπιση, από πλευράς του Κόμματος, της συνοχής των συλλογικοτήτων αναφοράς, όπως είναι η οικογένεια. Εκείνο που δεν δικαιολογείται είναι η υποκρισία της καθοδήγησης, αφού ο σ. Κ. του μυθιστορήματος εποφθαλμιά και ορέγεται την Όλγα Κυριλένκο. Αλλά αυτός είναι στέλεχος. Τα στελέχη έχουν την ευχέρεια να εκπονούν τη γραμμή και να ορίζουν αρχές που θα ακολουθήσουν οι κάτω –για τα ίδια δεν είναι πάντοτε απαραίτητη η τήρησή τους.
Τον Οκτώβριο του 1967, και ενώ από τον Απρίλιο η επιβολή στην Ελλάδα στρατιωτικής δικτατορίας έχει μηδενίσει το όνειρο των πολιτικών προσφύγων για επαναπατρισμό, ο γιατρός Στέργιος Χ. αποφασίζει με την οικογένειά του και φεύγουν από την Τασκένδη με προορισμό τα Σκόπια προκειμένου να βρεθούν όσο κοντύτερα γίνεται στην πατρίδα από πέτρα, αλλά πάντοτε πατρίδα, την Ελλάδα. Ξεκινάει δηλαδή μια καινούρια προσφυγιά.
Η πορεία τους προς τη Δύση γίνεται με το τραίνο Τασκένδης – Μόσχας.
Σ’ αυτό το ταξίδι της επιστροφής, 18 χρόνια μετά το 1949 όταν ταξίδεψαν στις ίδιες ράγες με αντίθετη κατεύθυνση, η Έλενα Χουζούρη παρακολουθεί το γιατρό, συνομιλεί μαζί του, τον παρακινεί να θυμηθεί, να διαβάσει τις σημειώσεις του στο προσωπικό του ημερολόγιο. Από αυτό το χρονικό σημείο ξεκινά η αφήγηση και η συγγραφέας με συνεχείς αναδρομές, μπρος – πίσω, κεντάει την ιστορία των μυθιστορηματικών της ηρώων.
Όσο κι αν σας παραπλάνησα με τη διήγηση της ιστορίας που σας έκανα, δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με γραμμική αφήγηση. Τουναντίον μία από τις μεγάλες αρετές του είναι αυτό το πήγαιν’ έλα στο χρόνο.
Έτσι λοιπόν μέσα από την παλίνδρομη κίνηση της μνημονικής λειτουργίας μαθαίνουμε πολλά και σημαντικά που καθόρισαν τη διαμόρφωση του ψυχισμού των ηρώων του μυθιστορήματος και συχνά την ίδια τη ζωή τους. Και πρώτα πρώτα ότι στη Θεσσαλονίκη υπάρχει η οικογένεια του γιατρού Στέργιου Χ. που αγνοεί την τύχη του παιδιού της. Η μάνα, ο πατέρας που θα πεθάνει δίχως να μάθει αν ο γιος του ζει. Οι αδελφές. Ο αδελφός Γιάννης Χ. αξιωματικός του Εθνικού Στρατού, ο οποίος θα εισπράξει τα επίχειρα των ιδεολογικών επιλογών του κομμουνιστή αδελφού του από το μετεμφυλιακό κράτος. Μαθαίνουμε για την εξευτελιστική διαδικασία στην οποία έβαλε τους ηττημένους αντάρτες η Ζαχαριαδική ηγεσία το 1951, γνωστή με την ονομασία «Ανακαταγραφή». Μαθαίνουμε για το θάνατο του Στάλιν και για την κατακλυσμιαία αναστάτωση που επέφερε στους ανθρώπους η αποσταλινοποίηση. Μαθαίνουμε για τα λεγόμενα Ζαχαριαδικά του 1955 στην Τασκένδη, όταν οι πρόσφυγες χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα και μπλέχτηκαν σε έναν άλλο αιματοβαμμένο εμφύλιο, μεταξύ συντρόφων αυτή τη φορά, όπου έφτασαν στο σημείο να αφαιρούν κομμάτια σάρκας με δαγκωματιές ο ένας στον άλλο. Μαθαίνουμε για το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και τις νέες περιπέτειες στις οποίες μπήκαν οι άνθρωποι με την έναρξη της Χρουτσιοφικής εποχής. Αλλά μη νομίσετε πως έχουμε να κάνουμε με ένα ιστορικό μυθιστόρημα, παρ’ ότι ακόμη και πάμπολλα στοιχεία της προσωπικότητας και της ζωής του κεντρικού ήρωα είναι αντλημένα από τη ζωή του γιατρού Στέφανου Χουζούρη, συγγενούς της συγγραφέως, και από το βιβλίο του «Γιατρός σε τρεις πολέμους».

Είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων και μάλιστα καλοδουλεμένων και γι’ αυτό πειστικών. Άλλωστε η Χουζούρη σε ερώτηση του ηλεκτρονικού περιοδικού Λέξιμα το 2005 για το εάν στο προηγούμενο  μυθιστόρημά της «Σκοτεινός βαρδάρης» τα πρόσωπα και οι λεπτομέρειες κάθε τόπου που αναφέρονται ήσαν αληθινά στην εποχή τους, απάντησε: «Να μην ξεχνάμε πως πρόκειται για μυθιστόρημα, ό,τι συμβαίνει συμβαίνει στο μυθιστόρημα. Λέξεις διαβάζουμε, μια ψευδεπίγραφη δηλαδή πραγματικότητα. Το αν ορισμένα πρόσωπα υπήρξαν αυτό δεν λέει τίποτε από μόνο του. Το ζητούμενο είναι τι τα κάνεις αυτά τα πρόσωπα, πως τα κινείς, τι ρόλο τους δίνεις μέσα στο μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα είναι και λίγο παιχνίδι -για να μην πω πολύ».
Κι αληθινά η Χουζούρη γράφει το μυθιστόρημα με τρόπο που συνηθίσαμε να λέμε μεταμοντέρνο. Διαλέγεται με τους ήρωές της και με τον αναγνώστη. Χρησιμοποιεί ένα πλήθος πραγματικών και επινοημένων ντοκουμέντων: ημερολογιακές εγγραφές, επιστολές, διηγήσεις τρίτων, φωτογραφίες, δημοσιεύσεις ειδησεογραφικές και άλλου ενδιαφέροντος από εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, οδηγεί το μάτι του αναγνώστη λες μέσα από φακό κινηματογραφικό, χρησιμοποιεί τη γλώσσα με σύνεση χρονική –θέλω να πω ότι μονάχα σύνεση στη χρονική μεταχείριση της γλώσσας δείχνει π.χ. όταν η Χουζούρη, έχοντας το ρόλο τής σε πρώτο πρόσωπο αφηγήτριας γράφει: «Το γράμμα που έγραψε ο γιατρός Στέργιος Χ. το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου 1967, [..] βρέθηκε πολλές δεκαετίες αργότερα […].» και, παραθέτει το γράμμα στο οποίο η ημερομηνία είναι: 11 Οκτώβρη 1967. Αυτή η, φαινομενικά, ανεπαίσθητη διαφοροποίηση: Οκτωβρίου σήμερα, Οκτώβρη τότε στην επιστολή ενός κομμουνιστή, συνεπώς δημοτικιστή, κάνει τον συγγραφέα αξιότερο από κάποιον άλλο λιγότερο προσεκτικό στη σημασία των αποχρώσεων.
Η λεπτή ειρωνεία είναι ένα άλλο προσόν της αφήγησης. Με τον τρόπο αυτό η Χουζούρη υπονομεύει τον βερμπαλισμό του καθεστωτικού κομματικού λόγου και κριτικάρει την αναποτελεσματικότητα, την τυφλότητα και την υστεροβουλία των ηγεσιών. Και της μεγάλης σοσιαλιστικής πατρίδας και του μικρόκοσμου των προσφύγων ελλήνων κομμουνιστών της Τασκένδης.
Δημιουργεί χαρακτήρες στέρεους. Καλούς και κακούς –θέλω να πω θετικούς και αρνητικούς ήρωες. Από τον ρομαντικό, άδολο, ιδεολόγο γιατρό Στέργιο Χ. μέχρι τον σκοτεινό καθοδηγητή σ. Κ. που, όπως επισήμανε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, προσομοιάζει στο Ανθρωπάκι της τριλογίας του Τσίρκα.
Η αφήγηση κυλάει αργά, όπως αργά κυλάει το τρένο που μεταφέρει τον γιατρό από την Τασκένδη στη Μόσχα. Η επιλογή αυτού του ρυθμού μεταδίδει στον αναγνώστη αυξανόμενη ένταση στην προσμονή της εξέλιξης του μύθου. Στο τι πρόκειται να γίνει παρακάτω. Είναι ένα ακόμη προσόν του μυθιστορήματος.

Σχετικά με αυτό το διαρκές παιχνίδισμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο μύθο, αυτή τη συνομιλία Ιστορίας και λογοτεχνίας, με την καταλυτική παρέμβαση της συγγραφέως, θέλω να δούμε μερικά παραδείγματα μέσα από το κείμενο:
            σσ. 142/3 (μιλάει η αφηγήτρια απευθυνόμενη στον αναγνώστη) Οι έστω ελάχιστες φωτογραφίες που διασώζονται από τους πρώτους μήνες της διαμονής σας στην πρωτεύουσα της Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν με βοηθούν στο να στήσω ή στο να αναστήσω, όπως προτιμάτε, τη δική μου αναπαράσταση εκείνης της συνάντησης-σταθμός, όπως ο ίδιος ο γιατρός Στέργιος Χ. θα τη χαρακτηρίσει πολλές δεκαετίες αργότερα σε συνέντευξή που θα δώσει σχετικά με τις περιπέτειες του επαναπατρισμού του στη μητέρα-πατρίδα.

σσ. 145/6 (μιλάει η αφηγήτρια) Υποθέτω λοιπόν, για να μη γράψω «είμαι σίγουρη», ότι η συνάντηση του γιατρού Στέργιου Χ. με τον σ. Κ., τον άνθρωπο που θα μας συντροφεύει – δυστυχώς – στις πιο σημαντικές στιγμές αυτού του μυθιστορήματος και, φυσικά, θα δυσκολεύει και την ζωή του δικού μου ήρωα αλλά κι εμένα που θα αναγκάζομαι να τον αντιμετωπίζω, […].

σ. 155 (η αφηγήτρια απευθύνεται στον γιατρό) Γιατί, γιατρέ, είχες αντιγράψει αυτό το απόσπασμα από την εφημερίδα σας που βέβαια την είχατε τιτλοφορήσει, πώς αλλιώς, Προς τη Νίκη, αφού ήσαστε απολύτως βέβαιοι ότι σύντομα θα επιστρέφατε νικητές; Ήσουν κι εσύ; Μάλλον πρέπει να είχες αμφιβολίες, ιδιαίτερα ύστερα από τη συνάντησή σου με το γνωστό μας πρόσωπο. Όσο για το απόσπασμα το οποίο επιμελώς είχες αντιγράψει, μας παραπέμπει σε περιστατικά τα οποία όμως δεν γνωρίζω αν είναι διαδόσεις, φήμες ή πραγματικότητα, γιατί όσο κι αν σε παρακολουθώ, γιατρέ, το σίγουρο είναι ότι δεν ήμουν εκεί για να τα βεβαιώσω. Η μυθιστορηματική σωφροσύνη λοιπόν απαιτεί να ακολουθήσω τη μέση οδό.

Η Χουζούρη έχει ξεκαθαρίσει ότι το ύφος του βιβλίου της θα έχει κάτι το ιδιαίτερο, το εξαιρετικό ίσως, και θα το αντλεί από τη χρήση της γλώσσας, από την επιλογή των λέξεων και των λεκτικών σχημάτων. Γράφει στη σ. 219:

Δεν θα περιγράψω όμως με λόγια κοινότοπα εκείνη την πρώτη συνάντηση του Στέργιου Χ. με την Όλγα Ιβάνοβνα που, επιπλέον, πιστεύω θα ακύρωναν την έντασή της, άλλωστε δεν ταιριάζουν σ’ αυτό το μυθιστόρημα, […].

Το παιχνίδι της πρόσμιξης στοιχείων της πραγματικής και μυθιστορηματικής ζωής διατρέχει, όπως είπαμε, όλο το βιβλίο. Να ένα ακόμη παράδειγμα (σσ. 252/3):

Πρέπει να το παραδεχτείς, γιατρέ, και πρέπει να επιτέλους να αναφερθείς σ’ εκείνη με το όνομά της γιατί σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες το τρένο της γραμμής Τασκένδη-Μόσχα θα φτάσει στον προορισμό του και το μυθιστόρημα αυτό, που σε παρακολουθεί κατά πόδας, θα πρέπει να τελειώσει. Για αυτό το ταξίδι, γιατρέ, σου είχε μιλήσει η Όλγα Ιβάνοβνα βέβαια, και τώρα που τόλμησες να την ονομάσεις μέσα σου, να τη που εμφανίζεται ολόκληρη στη μνήμη σου για να διεκδικήσει την αναμφισβήτητη θέση της στη μυθιστορηματική ζωή σου.   

Πραγματικά γοητευτικό παιχνίδι της συγγραφέως με τους ήρωές της και με τον αναγνώστη! Παιχνίδι που συνεχίζεται δύο σελίδες παρακάτω (σ. 255) όταν η αφηγήτρια διηγείται τα συμβάντα της πρώτης συνάντησης του γιατρού με την Όλγα και απευθυνόμενη στους αναγνώστες γράφει:

Έχει κρατήσει κάποια σημείωση ο γιατρός στο σημειωματάριό του για αυτήν τη συνάντηση; Θα περιμένατε ίσως να γράψω πως όχι, όμως αυτή ακριβώς η συνάντηση το απόγευμα της 23ης Μαρτίου 1955 θα είναι καθοριστική τόσο για το γιατρό και την από δω και πέρα ζωή του όσο και για το ίδιο το μυθιστόρημα.

Στα αποσπάσματα που παραθέσαμε, προκειμένου να υποστηριχτεί η άποψη ότι ο αφηγηματικός τρόπος της Χουζούρη κάνει το μυθιστόρημα ελκυστικό στην ανάγνωση, αναφερόμαστε στην αφηγήτρια και όχι στην ίδια την Έλενα Χουζούρη. Ωστόσο η Χουζούρη ως συγγραφέας παίρνει μέρος και σαν πρόσωπο στο μυθιστόρημα –όχι μόνο σαν παντεπόπτις συνομιλήτρια του γιατρού, από τον οποίο δεν παίρνει μεν λεκτικές απαντήσεις αλλά καθοδηγεί τις πράξεις του- μετέχει εντέλει και ως ενεργή ηρωίδα λίγο πριν το τέλος της αφήγησης.
Συμπερασματικά, όσον αφορά στη επιλογή του συγγραφικού τρόπου, η Χουζούρη με αξιοθαύμαστη τεχνική οργανώνει έτσι το μυθιστόρημα ώστε ο αναγνώστης, προς στιγμήν, να πιστεύει πως όλα όσα παρατίθενται ως τεκμήρια (επιστολές, ημερολογιακές σημειώσεις, δημοσιεύματα, κλπ) είναι πραγματικά, και πάντως δεν κατορθώνει εύκολα να διακρίνει τι είναι πραγματικό και τι κατασκευασμένο.

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο διακειμενικές αναφορές σε πρόσωπα ή σε έργα της λογοτεχνίας και των Τεχνών γενικότερα. Απαριθμώ:
Μάνα κουράγιο του Μπρεχτ, Τρωάδες του Ευριπίδη, στίχοι από τον Οδηγητή του Βάρναλη, στίχοι από το σχολικό ποίημα Τι είν’ η πατρίδα μας του Πολέμη, Μιχαήλ Στρογγόφ του Βερν και στον Ντίκενς, αναφορά στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Σελίν, στίχοι από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου του Παλαμά, αναφορές στους Ρώσους κλασικούς Γκόγκολ, Γκόργκι, Τουργκένιεφ, Λέρμοντοφ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι,  Τσέχωφ, Πούσκιν, Αλεξάντερ Μπλοκ, Γεσένιν, Μαγιακόφσκι.
Εκτενέστερες αναφορές γίνονται στον Θουκυδίδη και στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, ενώ παρατίθεται μέρος από το μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη Δίχως Θεό.
Υπάρχει και μία πλάγια –δεν ξέρω ηθελημένη ή όχι- αναφορά στην Μάρω Δούκα και στο βιβλίο της Οι λεύκες ασάλευτες.
Στη μυθιστορηματική δράση μετέχει ο Σολζενίτσιν και το μυθιστόρημά του Πτέρυγα καρκινοπαθών, καθώς και        οι Γιώργος Σεβαστίκογλου με το θεατρικό του έργο Αγγέλα, η Άλκη Ζέη, ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας και ο ηθοποιός Αντώνης Γιαννίδης οι οποίοι βρέθηκαν στην Τασκένδη ως πολιτικοί πρόσφυγες και οι ίδιοι.
Επίσης η μεγάλη Άννα Αχμάτοβα και η ποίησή της κατέχουν σημαντικό ρόλο στην δημιουργία του χαρακτήρα της Όλγας Ιβάνοβνα.
Τέλος μέσα στο μυθιστόρημα εισχωρεί μία προέκταση του προηγούμενου μυθιστορήματος της Χουζούρη Σκοτεινός βαρδάρης. Ο γιατρός Στέργιος Χ., με έναν τρόπο, ενημερώνει τον αναγνώστη εκείνου του μυθιστορήματος για την εξέλιξη μιας πλευράς της δράσης.
Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η συγγραφέας, με αφορμή τα γεγονότα της «Ανακαταγραφής», αποκαλύπτει ότι βάση του βιβλίου της αποτελεί η πραγματική ζωή του γιατρού Στέφανου Χουζούρη, ο οποίος στο μυθιστόρημα έχει το όνομα Στέργιος Χ., γράφει χαρακτηριστικά στις σσ. 223/224:    
Ναι, το θυμάται σήμερα πολύ καλά ο γιατρός Στέργιος Χ., έτσι καθώς περπατούσε εντελώς βυθισμένος στον εαυτό του τον είδε ξαφνικά μπροστά του τον ατσάλινο γίγαντα πάνω στο μαρμάρινο βάθρο του ήταν εκεί θεόρατος ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς και τον κοιτούσε από ψηλά από τον ουρανό τον κοιτούσε λαμπύριζαν, νόμισε ο γιατρός, τα ατσάλινα μάτια του μισάνοιξαν, φάνηκαν τα χείλη του κάτω από το παχύ μουστάκι αλλά αυτό που άκουσε, όχι, δεν ήταν η φωνή Εκείνου, η φωνή αυτή είναι του σ. Κ. και μιλάει εναντίον του ενώπιον όλων όσοι ετοιμάζονται να τον κρίνουν αν είναι και πάλι άξιος να συμμετέχει στο Άδυτο ή να ριχτεί έξω από αυτό, εξοβελιστέο μικροαστικό σκουλήκι, ύποπτο και ένοχο για τα πάντα, άρα στο πυρ το εξώτερον στον αιώνα τον άπαντα. Και αυτή η εφιαλτική φωνή μιλάει για μια ιστορία παλιά που εμείς εδώ, σ’ αυτό το μυθιστόρημα, θα τη διαβάσουμε πρώτα όπως θα την καταγράψει το χέρι του ίδιου του ήρωά μας πολλά χρόνια αργότερα στο δικό του βιβλίο

και παραθέτει σελίδες από το βιβλίο του Στέφανου Χουζούρη Γιατρός σε τρεις πολέμους που εκδόθηκε το 1988.                       

Ύστερα από μια σειρά αναγνωσμάτων, αναμνήσεων ή μυθιστορημάτων, σχετικών με τα τραγικά γεγονότα του 1955 στην Τασκένδη και τον διχασμό των πολιτικών προσφύγων, το μυθιστόρημα της Χουζούρη έρχεται να γείρει την αφηγηματική ζυγαριά όχι προς την πλευρά του αίματος και της αγριότητας, αλλά προς την πλευρά της καθημερινότητας των ανθρώπων, της περιγραφής του τοπίου και της πόλης, της πολιτισμικής ζωής των προσφύγων και της ανάδειξης του ψυχικού συγκλονισμού που δέχτηκαν από όσα συνέβησαν τα χρόνια της πολιτικής τους προσφυγιάς, στον μικρόκοσμό τους αλλά και στο   εποικοδόμημα.

Κλείνω αυτή τη μακρά αναφορά μου στο μυθιστόρημα της Χουζούρη με τούτο: για τους αναγνώστες που πάλεψαν μέσα από τις γραμμές της κομμουνιστικής αριστεράς            για την καλυτέρευση της ζωής –όπου κι αν βρίσκονται σήμερα ιδεολογικά- το μυθιστόρημα τούτο θέτει ένα ερώτημα που τους βασάνισε αφόρητα: «Σε τι λοιπόν έχει πιστέψει ο αδελφός μου;» αναρωτιέται η Μαρίκα Δ., αδελφή του Στέργιου Χ., όταν διαβάζει τις ανταποκρίσεις των εφημερίδων από το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 στο οποίο αποκαθηλώθηκε ο σταλινισμός και αποκαλύφθηκαν τα εγκλήματα της σταλινικής περιόδου. Ταυτόχρονα το μυθιστόρημα προσφέρει και μιαν απάντηση σ’ αυτό το τόσο καθοριστικό ερώτημα. Αυτή που σημειώνει στο σημειωματάριό του ο Στέργιος Χ., όταν κλονίζεται η πίστη του στην αυθεντία του Κόμματος μετά τα τραγικά γεγονότα του 1955, τότε που απαιτούσαν να πάρει θέση με τη μία ή την άλλη πλευρά των διχασμένων ηττημένων ανταρτών και στην ερώτηση: «Με ποιους είσαι γιατρέ;» απαντούσε: «Είμαι γιατρός για όλους!». Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα «Σε τι έχει πιστέψει ο αδελφός μου:», αυτό που σημειώνει ο γιατρός, είναι: «Είμαι με το όραμα. Πάντα με το όραμα». Όσο κι αν το βάρος της Ουτοπίας και η ανυποληψία της ανθρώπινης φύσης καταπλακώνουν τη δυνατότητα πραγμάτωσης του οράματος, είναι ωστόσο, έστω κι έτσι, μια ανακουφιστική απάντηση. Αν και λίγο πιο κάτω μια άλλη αποστροφή που λέει: «Τι να σου κάνει και το όραμα όσο όμορφο κι αν είναι όταν το ασχημίζουν τέτοιοι άνθρωποι;», βάζει τα πράγματα στη σωστή τους θέση.                                  
 Γιώργος Χ. Θεοχάρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: